Ο Φρανσουά Μπαϊρού, τέταρτος πρωθυπουργός της Γαλλίας σε ένα χρόνο, ήξερε ότι είχε προβλήματα ενώπιόν του. Ο ίδιος αναγνώρισε τις «κάθε είδους δυσκολίες»: το βουνό του χρέους, τις πολιτικές διαμάχες, ενώ ακόμη πιο ανησυχητικός είναι «ο κατακερματισμός της κοινωνίας».
Μέχρι στιγμής, τουλάχιστον, κατόρθωσε να έχει αρραγή κυβέρνηση. Με αποστολή τη μείωση ενός ελλείμματος άνω του 6% του ΑΕΠ, ο κ. Μπαϊρού μετ’ εμποδίων εξασφάλισε τη στήριξη του διηρημένου Κοινοβουλίου για τον φετινό προϋπολογισμό. Ωστόσο έχει δίκιο που μιλάει για κινδύνους. Σε δημοσκόπηση, το 87% των ερωτηθέντων παραδέχθηκε ότι η χώρα παρακμάζει. Οσο πιο πολύ προβάλλουν τα συντηρητικά ΜΜΕ της Γαλλίας, τύπου Fox News, τα θέματα της ανασφάλειας, της μετανάστευσης και του Ισλάμ, τόσο τροφοδοτείται το εντεινόμενο αίτημα για υπεράσπιση μιας πολιορκούμενης γαλλικής ταυτότητας. Η δυσφορία έχει εμποτίσει και τα οικονομικά ζητήματα, από τον πληθωρισμό των τιμών του ρεύματος και τις χαμηλές επενδύσεις έως την αποδυνάμωση των εμβληματικών βιομηχανιών. Η αιτία, όμως, είναι θεμελιώδης και αφορά τη φθίνουσα πίστη των πολιτών στο κράτος.
Το πολυδιαφημισμένο γαλλικό κοινωνικό μοντέλο, προϊόν των μεταπολεμικών δεκαετιών, που συνδύαζε τις δημόσιες επενδύσεις, το προνοιακό κράτος και τα εργασιακά δικαιώματα, βυθίζεται. Η αργή ανατροπή του έχει ρίξει τη Γαλλία σε ένα βαθύ πηγάδι, από το οποίο δεν υπάρχει εύκολη έξοδος, προσφέροντας στην Ακροδεξιά μια μεγάλη ευκαιρία. Η πανδημία έφερε ένα κύμα θαυμασμού για τους επαγγελματίες της υγείας, αν και έρευνες δείχνουν ότι οι περισσότεροι Γάλλοι πιστεύουν πως οι δημόσιες υπηρεσίες, ειδικά τα νοσοκομεία, δεν λειτουργούν ορθώς. Οι θεσμοί που εμπιστεύονται περισσότερο είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ο στρατός και η αστυνομία. Δεκαετίες ολόκληρες οι κυβερνήσεις τόσο της Κεντροαριστεράς όσο και της Κεντροδεξιάς επόπτευαν τη διαχειριζόμενη παρακμή του κοινωνικού μοντέλου της Γαλλίας. Οι ιδιωτικοποιήσεις και η πίεση στις δημόσιες υπηρεσίες προκειμένου να είναι αποδοτικότερες από πλευράς κόστους έχουν οδηγήσει σε εξάλειψη των παροχών σχολείων και νοσοκομείων, ακόμη κι όταν οι πολιτικοί κατηγορούν τους άεργους και τους αντιπαραγωγικούς πολίτες για τον κατακλυσμό των υφιστάμενων δημόσιων υπηρεσιών. Ορισμένοι ηγέτες έχουν αποδώσει αυτή τη διαδικασία στην επανεκκίνηση της αξιοκρατίας. Ωστόσο, αν και οι περισσότεροι Γάλλοι πιστεύουν ότι η σκληρή δουλειά πρέπει να πληρωθεί, η ανεπαρκής αύξηση των μισθών και η μεγαλύτερης διάρκειας εργασιακή ζωή έχουν καταστήσει απρόσιτη αυτή τη φιλοδοξία.
Εκεί έρχεται η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν. Το κόμμα συχνά χαρακτηρίζεται μια ψήφος διαμαρτυρίας από τους αριστερούς βιομηχανικούς εργάτες, αλλά η απήχησή του είναι πολύ ευρύτερη και εισχωρεί βαθιά στη μεσαία τάξη. Η κ. Λεπέν θεωρείται συχνά υπερασπίστρια του παλαιού γαλλικού κοινωνικού μοντέλου. Το κόμμα της απορροφά τη δυσαρέσκεια πολλών μεγαλύτερων, που καθυστερούν την ολοκλήρωση της σταδιοδρομίας τους, αλλά και των νεότερων, που είναι δύσπιστοι σχετικά με ένα σύστημα το οποίο μπορεί να μην τους ανταμείψει ποτέ. Το κόμμα αντιτίθεται, επίσης, στην αύξηση φόρων για τους καταναλωτές και τα νοικοκυριά, ενώ εμβληματική θέση του είναι να χαρακτηρισθούν εθνοτικές μειονότητες, μετανάστες και φτωχοί ως αιτία διαρροής πόρων. Οι υποστηρικτές της κ. Λεπέν ταλανίζονται από τον φόβο τέτοιων πληθυσμών, σύμφωνα με ερευνητές, αν και αντιτάσσονται στην ευρεία κοινωνική πρόνοια ακόμη και για τους λευκούς. Αντίθετα, τέλος, ταυτίζονται όλο και περισσότερο με τις αξίες της αυτάρκειας και της ιδιόκτητης κατοικίας ως έκφρασης της ατομικής αυτονομίας του 21ου αιώνα.

