Εφικτή αλλά και αναγκαία κρίνει την αύξηση των αμυντικών δαπανών της Ε.Ε. από 1,9% του ΑΕΠ το 2024 σε 3% εντός των επόμενων ετών η πλειονότητα των μελών του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων. Στην ερώτηση του Πάνελ για τον Ιανουάριο απάντησαν 23 Ελληνίδες και Ελληνες οικονομολόγοι. Από αυτούς, το 56% συμφωνεί με την αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών, το 26% διαφωνεί, ενώ το 17% τοποθετείται μεταξύ αυτών των δύο επιλογών. Οι οικονομολόγοι ξεκινούν από την επισήμανση ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών δεν θα βελτιώσει αυτά καθαυτά τα οικονομικά μεγέθη της Ε.Ε. και πρέπει γι’ αυτό να κριθεί στο πλαίσιο της ενδεχόμενης απόφασης για ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της Ενωσης. Σε αυτή την κατεύθυνση υπογραμμίζεται η ανάγκη για περαιτέρω ενίσχυση του συντονισμού εντός της Ε.Ε., για παράδειγμα ως προς την κοινή προμήθεια οπλικών συστημάτων και την εγγύηση της ασφάλειας κάθε μέλους.
Πάντως, αυτή η επιλογή συνεπάγεται μια πιθανότατα δύσκολη μετακίνηση πόρων κυρίως σε ό,τι αφορά τις ευρωπαϊκές χώρες όπου σήμερα οι αμυντικές δαπάνες είναι χαμηλές, ένα πρόβλημα όμως που μάλλον δεν αγγίζει την Ελλάδα, η οποία από το 2022 δαπανά τουλάχιστον το 3% του ΑΕΠ στην άμυνα.
Από την άλλη πλευρά επισημαίνεται ότι τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη χώρα μας η κύρια απειλή προέρχεται από τη σύμμαχο στο ΝΑΤΟ Τουρκία, με την οποία η Ελλάδα επιδίδεται σε έντονο ανταγωνισμό εξοπλισμών αφιερώνοντας σημαντικούς πόρους που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε άλλες προτεραιότητες, με τρίτους συμμάχους να πωλούν και στις δύο χώρες όπλα γι’ αυτόν τον σκοπό.
Το ζήτημα, όπως τονίζεται από το ΚΕΦίΜ, έχει αναζωπυρωθεί μετά τις νέες πιέσεις του Ντόναλντ Τραμπ για αύξηση του στόχου των αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών μελών του ΝΑΤΟ από 2% σε 5%, θέση με την οποία συμφώνησε κατ’ αρχάς και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε. Χαρακτηριστικό ήταν άλλωστε και το πρόσφατο άρθρο του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στους Financial Times, ο οποίος πρότεινε μεταξύ άλλων την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τη δημιουργία ειδικού ευρωπαϊκού ταμείου, ύψους τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ.

