Οπως αναμενόταν, ένα από τα πρώτα πράγματα που εξήγγειλε αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ήταν η επιβολή δασμών κυρίως στα κινεζικά και στα ευρωπαϊκά προϊόντα λόγω του εμπορικού ελλείμματος που η χώρα του έχει σε σχέση με αυτές. Δεν θα δικαιολογήσω την εμμονή του αυτή, καθώς διαφωνώ πλήρως με το σύνολο σχεδόν των επιλογών του, θα επιχειρήσω απλά να την εξηγήσω.
«Κλειδί» για την κατανόηση της συγκεκριμένης πολιτικής είναι η διαπίστωση/δόγμα ότι «οι μεγάλες δυνάμεις πάντα κανονίζουν τις διεθνείς οικονομικές τους σχέσεις με τρόπο που να εξυπηρετούνται τα συμφέροντά τους». Κλασικό παράδειγμα είναι η βρετανική αυτοκρατορία που επέβαλε στις αποικίες της να παράγουν τα προϊόντα/πρώτες ύλες που ήταν απαραίτητα για τη μητρόπολη. Σε πιο πρόσφατα χρόνια, οι ΗΠΑ σε ηγεμονικό ρόλο χρησιμοποίησαν το δολάριο για να επιτύχουν τους στόχους τους. Ετσι ουσιαστικά επέβαλαν στον υπόλοιπο κόσμο να αναλάβει το κόστος του πολέμου στο Βιετνάμ με την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods και της σταθερής ισοτιμίας δολαρίου – χρυσού. Ακόμη πιο ενδεικτική είναι η περίπτωση της Ιαπωνίας, που αν και ηττημένη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εμφάνιζε για δεκαετίες μια εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη και ένα «ενοχλητικό» εμπορικό πλεόνασμα τεραστίων διαστάσεων. Αυτό βασιζόταν κυρίως στο ότι το γιεν δεν ήταν μετατρέψιμο νόμισμα, οπότε δεν ήταν δυνατή η ανατίμησή του που θα μείωνε σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των ιαπωνικών προϊόντων. Οι ΗΠΑ λοιπόν επέβαλαν στην Ιαπωνία να κάνει το γιεν μετατρέψιμο για να ανακουφιστούν οι ίδιες από τις μεγάλες εισαγωγές από την υποτελή ουσιαστικά ασιατική χώρα, πράγμα που την οδήγησε σε μια μακρά και επώδυνη οικονομική ύφεση.
Θα ρωτήσει κανείς, γιατί δεν χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ το δολάριο και πάλι. Απλά επειδή δεν μπορούν. Οι Κινέζοι έχουν συσσωρεύσει 3,2 τρισ. δολάρια και έχουν ήδη απειλήσει ότι αν οι ΗΠΑ προσπαθήσουν να λύσουν το πρόβλημά τους μέσω υποτίμησης του δολαρίου, αυτές θα το ανατιμήσουν χρησιμοποιώντας τα τεράστια αποθέματά τους. Απομένει η απειλή επιβολής δασμών. Είναι όμως ένα τέτοιο μέτρο απαραίτητο; Πολύ λιγότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν. Είναι γεγονός ότι για κάθε ένα δολάριο αμερικανικών εξαγωγών προς την Κίνα αντιστοιχούσαν 3 δολάρια κινεζικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, αλλά το 2016, πριν από την πρώτη προεδρική θητεία του Τραμπ, η σχέση αυτή ήταν 1 προς 4, ενώ το 2000 1 προς 6.
Ακόμη πιο συζητήσιμα είναι τα μεγέθη όσον αφορά το εμπόριο ΗΠΑ – Ευρώπης. Εδώ η παραπάνω σχέση είναι σταθερά 1 προς 1,5 και το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ αντισταθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από το πλεόνασμα των ΗΠΑ στο εμπόριο υπηρεσιών.
Το κόστος της επιβολής δασμών θα πληρώσουν κυρίως οι Αμερικανοί καταναλωτές και όχι οι χώρες που εξάγουν «ενοχλητικά πολύ».
Γιατί λοιπόν όλη αυτή η φασαρία όταν είναι δεδομένο ότι οι χώρες που θα επιβληθούν δασμοί στα προϊόντα τους θα αντεπιτεθούν πληρώνοντας τις ΗΠΑ με το ίδιο νόμισμα; Επιπλέον, το κόστος της επιβολής δασμών θα πληρώσουν κυρίως οι Αμερικανοί καταναλωτές και όχι οι χώρες που εξάγουν «ενοχλητικά πολύ», όπως λανθασμένα ισχυρίζεται ο Αμερικανός πρόεδρος. Βέβαια οι δασμοί είναι παραδόξως δημοφιλείς στους ψηφοφόρους στη βάση ότι σώζουν θέσεις εργασίας εγχώρια.
Αυτό που ο Τραμπ προσπαθεί να επιτύχει είναι να σύρει τους εμπορικούς εταίρους του σε αυτοπεριορισμό με κάτι σαν τους εκούσιους εξαγωγικούς περιορισμούς που έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν στα ιαπωνικά αυτοκίνητα και στα προϊόντα υφαντουργίας από άλλες ασιατικές χώρες. Αλλωστε, η εργαλειοποίηση της απειλής των δασμών έπεισε την Κολομβία να δεχθεί τους μετανάστες που οι ΗΠΑ απελαύνουν.
*Ο κ. Χρήστος Νίκας είναι καθηγητής Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

