Ο Αγά Χαν, ο πνευματικός ηγέτης των Ισμαηλιτών μουσουλμάνων, που συνδύασε την επιχειρηματικότητα και τη φιλανθρωπία για να γίνει ένας από τους πλουσιότερους κληρονομικούς ηγεμόνες του κόσμου, άφησε την τελευταία του πνοή στη Λισσαβώνα, σε ηλικία 88 ετών. Πολυμήχανος, κοσμοπολίτης, με παροιμιώδη απέχθεια προς τα μέσα ενημέρωσης, δεν θεώρησε ποτέ ότι η επέκταση της προσωπικής του περιουσίας συγκρούεται με τη φιλανθρωπική δράση του. Η ικανότητά του να ευημερεί, είχε πει, συμπληρώνει το καθήκον του να βελτιώνει τη ζωή των Ισμαηλιτών μουσουλμάνων, ενός κλάδου του σιιτικού Ισλάμ με 15 εκατομμύρια πιστούς σε 35 χώρες.
Λάτρευε τα καθαρόαιμα άλογα και διέθετε μεταξύ άλλων ένα αιγαιοπελαγίτικο αρχοντικό στην Πάτμο.
Μετριοπαθής μουσουλμάνος που ανήκε στο διεθνές τζετ σετ, λάτρευε τα καθαρόαιμα άλογα και διέθετε μεταξύ άλλων μία υπερπολυτελή έπαυλη στα περίχωρα του Παρισιού, αλλά και ένα αιγαιοπελαγίτικο αρχοντικό στην Πάτμο. Από τα πιο μεγαλεπήβολα σχέδιά του ήταν η ανάπτυξη της Κόστα Σμεράλντα (Σμαραγδένια Ακτή) στη Σαρδηνία, που καθιερώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως «παιδική χαρά των πλουσίων και διασήμων», η εκτροφή καθαρόαιμων αλόγων κούρσας, αλλά και οι πρωτοβουλίες για τους φτωχούς στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Η περιουσία του εκτιμάται ότι κυμαίνεται σε 1-13 δισ. δολάρια και προέρχεται κυρίως από επενδύσεις, κοινοπραξίες και ιδιωτικές συμμετοχές σε πολυτελή ξενοδοχεία, αεροπορικές εταιρείες, άλογα ιπποδρομιών και εφημερίδες.

Ο Αγά Χαν ο Δ΄ –άμεσος απόγονος του προφήτη Μωάμεθ– έγινε ο 49ος ιμάμης των Ισμαηλιτών μουσουλμάνων στις 19 Οκτωβρίου του 1957 στην Νταρ ες Σαλάμ της Τανζανίας, στο σημείο όπου ο παππούς του είχε λάβει κάποτε το βάρος του σε διαμάντια από τους πιστούς. Εκείνη την εποχή σπούδαζε Ισλαμική Ιστορία στο Χάρβαρντ. Ο πρίγκιπας Σαχ Καρίμ αλ Χουσεΐνι γεννήθηκε στη Γενεύη στις 13 Δεκεμβρίου του 1936 και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του διάσημου πλεϊμπόι πρίγκιπα Αλί Χαν και της πρώτης του συζύγου Τζοάν, απογόνου της βρετανικής αριστοκρατίας. Ο μικρότερος αδελφός του, Αμίν Αγά Χαν, γεννήθηκε τον επόμενο χρόνο. Το 1949, οι γονείς τους χώρισαν και ο πατέρας τους παντρεύτηκε την Αμερικανίδα ηθοποιό Ρίτα Χέιγουορθ, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την πριγκίπισσα Γιασμίν. Ο Αγά Χαν μεγάλωσε στο Ναϊρόμπι της Κένυας, πριν πάει σχολείο στο ελίτ ινστιτούτο Le Rosey στη Γενεύη, ενώ αγωνίστηκε για το προεπαναστατικό Ιράν στο σκι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1964 στο Ινσμπρουκ της Αυστρίας.
Ο Αγά Χαν παντρεύτηκε δύο φορές, δύο διαζευγμένες: το 1969, το πρώην μοντέλο από τη Βρετανία Σάρα Φράνσις Κρόκερ Πουλ, με την οποία απέκτησε μία κόρη και δύο γιους, και το 1998 τη Γερμανίδα Γκαμπριέλ Ρενάτε Τίσεν, με την οποία απέκτησαν έναν γιο. Η φιλανθρωπική του οργάνωση, Aga Khan Development, απασχολεί περίπου 96.000 άτομα και χρηματοδοτεί αναπτυξιακά προγράμματα ιδιαίτερα στην Ασία και στην Αφρική, ενώ παράλληλα επένδυσε στον αναπτυσσόμενο κόσμο σε βιομηχανίες που κατασκεύαζαν δίχτυα, πλαστικές σακούλες και σπίρτα. Στην Ουγκάντα, μετά την ανατροπή του Ιντι Αμίν, εντάχθηκε σε κολοσσούς ιδιωτικών μετοχών όπως ο όμιλος Blackstone σε ένα υδροηλεκτρικό σχέδιο 750 εκατ. δολαρίων. Το 1960, ο πατέρας του πέθανε σε αυτοκινητικό δυστύχημα, έξω από το Παρίσι, και τα παιδιά του κληρονόμησαν την κερδοφόρο ιππική αυτοκρατορία του, η οποία περιελάμβανε εννέα φάρμες στην Ιρλανδία και στη Γαλλία. Από τότε, ο Αγά Χαν είχε στην κατοχή του, εκπαίδευε και εξέτρεφε πολλά άλογα πρωταθλητές. Υπέρμαχος της ισλαμικής κουλτούρας και των ισλαμικών αξιών, θεωρήθηκε ευρέως γεφυροποιός μεταξύ των μουσουλμανικών κοινωνιών και της Δύσης παρά –ή ίσως λόγω– την επιφυλακτικότητά του να ασχοληθεί με την πολιτική. Ενα δίκτυο νοσοκομείων που φέρουν το όνομά του είναι διάσπαρτα σε χώρες όπου η υγειονομική περίθαλψη έλειπε για τους φτωχότερους, όπως το Αφγανιστάν, το Μπαν-γκλαντές και το Τατζικιστάν.

