Ηγήθηκαν της τεχνολογικής προόδου επί δεκαετίες και έγιναν σύμβολα ενός βιομηχανικού ιδεώδους του εικοστού αιώνα. Επειτα από μακροχρόνια κυριαρχία, όμως, εγκατέλειψαν το ιδανικό της τεχνολογικής προόδου και της οικοδόμησης διαρκώς καλύτερων προϊόντων και υποδουλώθηκαν στον στόχο της κερδοφορίας. Ο λόγος για ορισμένους βιομηχανικούς κολοσσούς των ΗΠΑ, με προεξάρχουσα την Boeing, που έχασαν τον δρόμο προς την καινοτομία επειδή περιόρισαν την έννοια της επιτυχίας και την ίδια τη φιλοδοξία τους στην άντληση κερδών.
Οπως αναφέρει σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, τον Οκτώβριο όταν δεν είχε κλείσει ακόμη ένα τρίμηνο στο τιμόνι της Boeing, ο Κέλι Ορτμπεργκ, διευθύνων σύμβουλος του αμερικανικού κολοσσού της αεροναυπηγικής, προειδοποίησε το προσωπικό της εταιρείας ότι θα ακολουθήσουν περαιτέρω περικοπές και απολύσεις. Τους εξήγησε ότι η εταιρεία έχει καταγράψει μεγάλες ζημίες εξαιτίας της παρατεταμένης απεργίας, των προβλημάτων ποιότητας και προπαντός των παρεπόμενων από τα δύο θανατηφόρα δυστυχήματα του μοντέλου 737 ΜΑΧ το 2018 και το 2019. Τους κάλεσε παράλληλα «να αφιερώσουν τις δυνάμεις τους στην απόδοση και την καινοτομία στους κεντρικούς μας τομείς». Οι συστάσεις του απηχούν αυτό που έγραψε προ τριετίας ο Ραντζάι Γκουλάτι, καθηγητής στη Σχολή Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ, ότι η Boeing «εγκατέλειψε τον λόγο ύπαρξής της, τις αξίες της και την αίσθηση ενός καθήκοντος και ενός στόχου που βρισκόταν πίσω από την επιτυχία της σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Εν ολίγοις, η Boeing όπως και άλλοι επιχειρηματικοί κολοσσοί των ΗΠΑ που μεσουράνησαν τον 20ό αιώνα έχουν δικαιολογημένα χάσει την επιρροή τους και το εκτόπισμά τους.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιούσαν τα κέρδη τους για να αναπτυχθούν. Μετά προτίμησαν τα μερίσματα.
Ανάγοντας την κερδοφορία σε κύριο μέτρο της επιτυχίας τους και κωφεύοντας σε οτιδήποτε δεν έχει σχέση με τα κέρδη, έχουν χάσει τον δρόμο προς την καινοτομία. Δεν είναι, ωστόσο, μόνον αυτή η αιτία των δεινών τους. Η Boeing φέρει ακόμη το όνομα του ιδρυτή της, Γουίλιαμ Μπόινγκ, αλλά στην πραγματικότητα ανήκει σε χιλιάδες μικρούς και μεγάλους επενδυτές. Εχει δηλαδή ένα ιδιοκτησιακό καθεστώς που αυξάνει την πίεση για μεγιστοποίηση των βραχυπρόθεσμων κερδών. Σύμφωνα με τον Κόλιν Μάγιερ της Σχολής Επιχειρήσεων της Οξφόρδης, όταν, αντιθέτως, υπάρχουν «ορισμένοι κυρίαρχοι αλλά και περισσότερο σκεπτόμενοι ιδιοκτήτες», μπορούν να διασφαλίζουν μακροπρόθεσμη σταθερότητα σε μια επιχείρηση και να την περιφρουρούν, αποφεύγοντας μια στείρα νοοτροπία κερδών. Συχνά κατορθώνουν επίσης να εδραιώσουν στην εταιρεία μια φιλοσοφία που θα παραμείνει και πολύ καιρό μετά την αποχώρησή τους. Οταν, όμως, μια επιχείρηση αποκτά πολύ μεγάλο μέγεθος, μπορεί να κλονιστεί αυτή η επιχειρηματική φιλοσοφία. Και αυτό συνέβη στην Boeing, που ξεκίνησε ως βιομηχανία κατασκευών ξύλινων υδροπλάνων και εξελίχθηκε σε παγκόσμιο πρωταθλητή της αεροδιαστημικής και της αμυντικής βιομηχανίας με προσωπικό πάνω από 170.000 υπαλλήλους. Οπως επισημαίνει η Ρίτα ΜακΓκράθ, καθηγήτρια διοίκησης στη Σχολή Επιχειρήσεων του Κολούμπια, «οι επιχειρήσεις μεγαλώνουν και όσοι κανόνες δεν ταιριάζουν στη νέα κατάσταση θεωρούνται περιττή γραφειοκρατία και υπερισχύει μόνον το καθεστώς της μεγάλης εταιρείας».Μια άλλη περίπτωση, η General Electric, για περισσότερο από έναν αιώνα ήταν η εταιρεία που παρακολουθούσαν οι επενδυτές και όλοι θεωρούσαν υπόδειγμα τόσο για τη μηχανολογική της υποδομή όσο και για τον τρόπο με τον οποίο διοικούνταν. Ωστόσο, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση της διετίας 2008-2010 έπληξε το επιχειρηματικό της μοντέλο επιβάλλοντας περιορισμούς και εξώθησε την εταιρεία σε διάσπαση σε τρεις μικρότερες. Οπως επεσήμαναν αναλυτές, επιβλήθηκε σε κάθε μονάδα της εταιρείας να συνδράμει σε μια ομαλή αύξηση των κερδών της και τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά. Ο Κόλιν Μάγιερ της Σχολής Επιχειρήσεων της Οξφόρδης υπογραμμίζει πως το ιδιοκτησιακό καθεστώς των πολλών μικρών και μεγάλων μετόχων συχνά καλλιεργεί αυτή την τάση. Η ιστορική Kodak πτώχευσε το 2012 επειδή παρέμεινε πιστή στην παραδοσιακή αναλογική φωτογραφία, ενώ ήταν σαφές ότι οι καταναλωτές στρέφονταν με ραγδαίους ρυθμούς στην ψηφιακή απεικόνιση. Ομως η Kodak είχε πειραματιστεί με την ψηφιακή απεικόνιση από το 1970 και ήταν οι επενδυτές της Wall Street που την πίεζαν να μείνει πιστή στην αναλογική απεικόνιση.
Τις πρώτες δύο δεκαετίες μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι αμερικανικές εταιρείες χρησιμοποιούσαν τα κέρδη τους για να επενδύσουν στην ανάπτυξή τους. Από ένα σημείο και μετά επικράτησε η τακτική των σύγχρονων εταιρειών, που αποδίδουν τα κέρδη στους μετόχους τους ως μερίσματα και ως επαναγορές μετοχών. Αυτό ήταν και το λάθος του αμερικανικού φαρμακευτικού κολοσσού της Pfizer στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000. Το 2020 ο διευθύνων σύμβουλος, Αλμπερτ Μπουρλά, έπειτα από ένα χρόνο στο τιμόνι της εταιρείας, αναγκάστηκε να εξηγήσει στους αναλυτές ότι ο φαρμακευτικός κολοσσός είχε οδηγηθεί σε υπερβολές με τις επαναγορές μετοχών. Εξήγησε επιπλέον πως η εταιρεία δεν θα συνεχίσει πλέον αυτή την τακτική των επαναγορών μετοχών γιατί θέλει να διασφαλίσει επάρκεια κεφαλαίων που θα της επιτρέψουν να επενδύσει στις δραστηριότητές της.

