Καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ρίχνει τις πρώτες βολές στον διαφαινόμενο παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, όλο και περισσότερες χώρες ανασχεδιάζουν τις εμπορικές τους συμμαχίες, αποκλείοντας τις ΗΠΑ. Ως η μεγαλύτερη και ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αγνοηθούν. Ομως, κάποιες φορές, μπορούν να παρακαμφθούν. Οπως χαρακτηριστικά γράφουν οι New York Times, την ώρα που η Ουάσιγκτον υψώνει τείχη στο εμπόριο, άλλες χώρες χαμηλώνουν τα δικά τους.
Μόλις τους δύο τελευταίους μήνες η Ευρωπαϊκή Ενωση υπέγραψε τρεις νέες εμπορικές συμφωνίες. Ολοκληρώνοντας διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν πριν από 25 χρόνια, η Ευρώπη έκλεισε μεγάλη συμφωνία με τέσσερις χώρες της Νότιας Αμερικής τον Δεκέμβριο, για τη δημιουργία μιας από τις μεγαλύτερες ζώνες ελευθέρου εμπορίου του κόσμου, ενώνοντας αγορές 850 εκατ. ατόμων.
Δύο εβδομάδες μετά, η Ευρωπαϊκή Ενωση έκλεισε συμφωνία με την Ελβετία. Και τον περασμένο μήνα ενίσχυσε τις εμπορικές σχέσεις της με το Μεξικό. Παράλληλα, αναβίωσε τις συνομιλίες της για μια συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με τη Μαλαισία, έπειτα από αναβολές 13 ετών.
«Με την Ευρώπη, αυτό που βλέπεις αυτό είναι», είπε η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός. «Παίζουμε με τους κανόνες. Οι συμφωνίες μας δεν έχουν κρυμμένους όρους».
Το Σάββατο ο Tράμπ διέταξε την επιβολή δασμών 25% στις εισαγωγές από το Μεξικό και τον Καναδά και 10% σε εκείνες από την Κίνα. Αργά τη Δευτέρα είχε αποφασίσει την αναστολή των δασμών εις βάρος του Μεξικού και του Καναδά για ένα μήνα, όμως είχε ξεκαθαρίσει ότι η Ευρώπη είναι η επόμενη.
Τιμωρώντας τους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ με δασμούς, ο Tραμπ ενθαρρύνει τις χώρες αυτές να δημιουργήσουν ενώσεις και δίκτυα που να εξαιρούν τις ΗΠΑ.
Τον περασμένο μήνα η Ινδονησία έγινε η 10η χώρα που εισήλθε στις BRICS, μια ένωση χωρών που περιλαμβάνει τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική. Το κλαμπ, το οποίο δημιουργήθηκε το 2009, καλύπτει σήμερα τον μισό πληθυσμό της Γης και πάνω από το 40% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας του πλανήτη. Αλλες οκτώ χώρες –μεταξύ των οποίων η Βολιβία, η Ταϊλάνδη, το Καζακστάν και η Ουγκάντα– βρίσκονται στη διαδικασία να γίνουν πλήρη μέλη.
Μόλις τους δύο τελευταίους μήνες η Ευρωπαϊκή Eνωση υπέγραψε τρεις νέες εμπορικές συμφωνίες.
Τον Μάιο η Association of Southeast Asian Nations (ASEAN), που περιλαμβάνει 10 χώρες, θα πραγματοποιήσει συνάντηση με τις έξι χώρες της Μέσης Ανατολής που αποτελούν το Gulf Cooperation Council. Ο οικοδεσπότης της συνόδου, η Μαλαισία, έχει καλέσει και την Κίνα.
Αλλωστε, η Κίνα αναμένεται να ανανεώσει τη δική της συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με την ASEAN, την ώρα που οι εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις της Ενωσης με την Ινδία επίσης ενισχύονται.
Αλλά και η Βρετανία εγκαινίασε μια νέα συνεργασία τον Δεκέμβριο, όταν μπήκε επισήμως σε εμπορική ένωση που περιλαμβάνει την Αυστραλία, το Μπρουνέι, τον Καναδά, τη Χιλή, την Ιαπωνία, τη Μαλαισία, το Μεξικό, τη Νέα Ζηλανδία, το Περού, τη Σιγκαπούρη και το Βιετνάμ. Και το Λονδίνο επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διαταραγμένες οικονομικές σχέσεις του με την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η παγκόσμια οικονομία «χαρακτηρίζεται από τις όλο και βαθύτερες εμπορικές σχέσεις που εξαιρούν τις Ηνωμένες Πολιτείες», λέει στους New York Times ο Τζέικομπ Φ. Κιρκέγκαρντ, του Peterson Institute for International Economics.
Η τάση αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκην επιθυμητή για τις κυβερνήσεις, ωστόσο αντιμετωπίζεται σαν μια λύση ανάγκης, με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ απορρίπτουν μια πιο ανοικτή οικονομική τάξη πραγμάτων. Την ίδια στιγμή, τέτοιου είδους οικονομικές συμμαχίες αποτρέπουν την υπερβολική εξάρτηση των χωρών από την Κίνα.
«Δεν βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1930», λέει ο Κιρκέγκαρντ, αναφερόμενος στον καταστροφικό εμπορικό πόλεμο που επιδείνωσε την ύφεση πριν από σχεδόν έναν αιώνα.
«Δεν είναι το τέλος του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος. Αυτό οδηγεί σε ένα διαφορετικό παγκόσμιο εμπορικό σύστημα», εξηγεί. «Το εμπόριο, όπως αποδεικνύεται, είναι σαν το νερό που ρέει σε ένα ρυάκι γεμάτο με βράχια. Οταν δεν μπορεί να περάσει μέσα από αυτά, πηγαίνει γύρω από αυτά», καταλήγουν οι New York Times.

