Οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης εξασφάλισαν ζήτηση-ρεκόρ για τη διάθεση των ομολόγων τους τον Ιανουάριο, αποδεικνύοντας ότι οι επενδυτές είναι προετοιμασμένοι να καλύψουν πρωτοφανείς ανάγκες χρηματοδότησης, εάν πληρωθούν στη σωστή τιμή. Η ισχυρή ζήτηση επακολούθησε της ανόδου των αποδόσεων των ομολόγων, ενώ οι τιμές τους μειώθηκαν μερικές ημέρες νωρίτερα εν μέρει λόγω ανησυχιών για υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες ενόψει της ορκωμοσίας του νέου προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων αναφοράς έφθασαν σε υψηλά επίπεδα στη διάρκεια πολλών μηνών για όλες τις χώρες, οι οποίες συναπαρτίζουν την Ευρωζώνη. Οι δε αποδόσεις των κρατικών τίτλων της Βρετανίας άγγιξαν για λίγο τα υψηλότερα επίπεδά τους από το 2008. Τον Ιανουάριο η ζήτηση ξεπέρασε τα 810 δισ. ευρώ για κοινοπρακτικές πωλήσεις κρατικού χρέους της Ευρωζώνης ύψους 73 δισ. ευρώ, σύμφωνα με υπολογισμούς του Ρόιτερς και χρησιμοποιώντας δεδομένα έως τις 30 Ιανουαρίου από τράπεζες, γραφεία διαχείρισης χρέους και το LSEG IFR. Αυτό σημαίνει ότι η ζήτηση υπερέβη την προσφορά κατά 11 φορές, σημειώνοντας ιστορικό ρεκόρ. «Η «τεράστια» ζήτηση έδειξε ότι οι ανησυχίες σχετικά με το πώς οι αγορές θα απορροφήσουν την έκδοση ομολόγων δεν ήταν τόσο έντονες, όσο πιστεύαμε προηγουμένως», δήλωσε ο αναλυτής στρατηγικής της Societe Generale, Χόρχε Γκαράγιο.
Βέβαια, οι επενδυτές καλούνται να αγοράσουν ένα ποσό-ρεκόρ κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποχωρεί από την αγορά. «Αν κοιτάξετε τα αντίστοιχα βιβλία, θα διαπιστώσετε ότι το επενδυτικό κοινό αρέσκεται έως κάποιου βαθμού να αγοράζει χρεόγραφα μακράς διαρκείας», πρόσθεσε ο κ. Γκαράγιο, αναφερόμενος στον κίνδυνο που αναλαμβάνουν οι επενδυτές αγοραστές ομολόγων. Σχετικά με τις κοινοπραξίες πώλησης, οι κυβερνήσεις προσλαμβάνουν τράπεζες, ώστε να μπορούν αυτές με τη σειρά τους να διαθέτουν απευθείας τους τίτλους στους παραλήπτες. Επιπλέον, οι πωλήσεις παρακολουθούνται στενά για να αποκτήσουν οι κυβερνώντες μια πιο ξεκάθαρη αίσθηση της ζήτησης από ό,τι στις δημοπρασίες, όπου οι τράπεζες αγοράζουν πρώτα τα ομόλογα. Ο επικεφαλής των κεφαλαιαγορών χρέους στο τμήμα Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής της Barclays, Λι Κιουμπς, υπογράμμισε ότι η τόνωση των ομολογιακών αποδόσεων σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση της διαφοράς ανάμεσα στα επιτόκια σουάπ και τις ομολογιακές αποδόσεις (spread swaps) κατέστησαν ελκυστικές για τους επενδυτές τις πωλήσεις κρατικών τίτλων.
Ειδικότερα, οι αποδόσεις των γερμανικών 10ετών χρεογράφων, που λογίζονται ως τίτλοι αναφοράς στην Ευρωζώνη, έχουν ενισχυθεί πάνω από 40 μ.β. από τις αρχές Δεκεμβρίου. Κατά τα άλλα, οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων αυξήθηκαν περίπου 90 μονάδες βάσης από τα χαμηλά επίπεδα του Σεπτεμβρίου και οι αντίστοιχες των βρετανικών πέρυσι ανήλθαν 100 μονάδες βάσης. Tα spread swaps μετρούν τη διαφορά μεταξύ του σταθερού επιτοκίου, που πληρώνουν οι επενδυτές σε παράγωγα για να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο του επιτοκίου, και τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων. Η απόδοση των 10ετών ομολόγων της Γερμανίας ξεπέρασε τα επιτόκια σουάπ πρώτη φορά στα τέλη του περασμένου έτους και η διαφορά παραμένει αρνητική. Οι επενδυτές, όπως και οι τράπεζες, συχνά πληρώνουν το επιτόκιο σουάπ για να αντισταθμίσουν την έκθεση, όταν αγοράζουν αυτά τα ομόλογα, επομένως το να κερδίζουν από μια άνοδο αποδόσεων έναντι των σουάπ, καθιστά ελκυστικότερα προς αγορά τα ομόλογα.
Η Γαλλία βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, διότι η ζήτηση-ρεκόρ για την πρώτη κοινοπρακτική έκδοσή της μετά τις πρόωρες εκλογές του 2024 ανατάραξε τις αγορές της και εκτίναξε τη διαφορά ανάμεσα στο ασφάλιστρο κινδύνου έναντι του χρέους της και το αντίστοιχο των γερμανικών τίτλων. «Οταν βλέπω τους τίτλους της Γαλλίας να διαπραγματεύονται με τόσο ευρεία διαφορά από τους αντίστοιχους της Γερμανίας, αυτό προσδίδει μεγάλα έσοδα σε εμάς», δήλωσε, εν κατακλείδι, ο διευθυντής των επενδυτικών κεφαλαίων Barings, Μπράιαν Μανγκουίρο, ο οποίος αγόρασε γαλλικά αξιόγραφα.

