Σε μείωση των επιτοκίων, για τέταρτη συνεχή συνεδρίαση και για πέμπτη φορά συνολικά από τον περασμένο Ιούνιο, προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παρά τη στάση αναμονής που επέλεξε να κρατήσει η Fed, ενώ άφησε ανοιχτή την πόρτα για περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής καθώς οι ανησυχίες για την αδύναμη οικονομική ανάπτυξη συνεχίζονται τη στιγμή που η διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού βρίσκεται σε καλό δρόμο. Σύμφωνα με τους αναλυτές, το τελικό επιτόκιο πιθανότατα θα μειωθεί κάτω από το ουδέτερο επίπεδο μέχρι το τέλος του έτους.
Ειδικότερα, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων μετά τη μείωση κατά 25 μονάδες βάσης, διαμορφώνεται πλέον στο 2,75%, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης στο 2,90% και το επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 3,15%.
Η ΕΚΤ μείωσε το κόστος δανεισμού τέσσερις φορές πέρυσι και αναμένονται δύο έως τρεις κινήσεις το 2025 έπειτα και από τη χθεσινή, λόγω των επιχειρημάτων ότι η μεγαλύτερη άνοδος του πληθωρισμού εδώ και πολλές δεκαετίες σχεδόν ηττήθηκε και η οικονομία απαιτεί στήριξη. Οπως ανέφερε η κεντρική τράπεζα, ο πληθωρισμός αναμένεται να επανέλθει στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% εντός του έτους.
Με την οικονομία της Ευρωζώνης να παραμένει στάσιμη το τελευταίο τρίμηνο του 2024 (από ανάπτυξη 0,4% στο τρίτο τρίμηνο) λόγω της ύφεσης του κλάδου της βιομηχανίας και της αδύναμης κατανάλωσης, η νέα μείωση ήταν τόσο βέβαιη που κανένας από τους 26 υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ δεν την είχε δημοσίως απωθήσει. Αλλωστε, όπως σημείωσε η επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, η απόφαση για μείωση κατά 25 μονάδες βάσης ήταν ομόφωνη.
Ανοιχτό το ενδεχόμενο για περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Η ΕΚΤ στην ανακοίνωσή της συνέχισε να περιγράφει την τρέχουσα στάση νομισματικής πολιτικής ως «περιοριστική», σηματοδοτώντας έτσι ότι περαιτέρω μειώσεις θα ακολουθήσουν. Και ενώ η Λαγκάρντ δεν δεσμεύθηκε ρητώς για περισσότερες μειώσεις, επανέλαβε ότι η κατεύθυνση της πολιτικής είναι σαφής και πως η συζήτηση για το πότε θα σταματήσουν οι μειώσεις είναι πρόωρη. Οπως τόνισε, η προσέγγιση συνεχίζει να βασίζεται στα εκάστοτε διαθέσιμα στοιχεία και οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση, ενώ ανέφερε πως στην επόμενη συνεδρίαση, τον Μάρτιο, θα υπάρχουν πολλά νέα, σημαντικά δεδομένα καθώς και οι προβλέψεις της ΕΚΤ για οικονομία – πληθωρισμό, γεγονός που θα δώσει μία πιο σαφή εικόνα.
Στο 2,75% το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ, παραμένει «περιοριστικό», ωστόσο προσεγγίζει το εύρος που θεωρείται «ουδέτερο», δηλαδή ούτε τροφοδοτεί ούτε μειώνει την οικονομική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ, το ουδέτερο επίπεδο είναι στο εύρος του 1,75% έως 2,50%, ενώ όπως ανέφερε η Λαγκάρντ σε ομιλία της στο Νταβός, είναι στο 1,75% με 2,25%. Σε κάθε περίπτωση, στις 7 Φεβρουαρίου θα δημοσιευθεί ανάλυση του προσωπικού της κεντρικής τράπεζας σχετικά με το ουδέτερο επιτόκιο, και όπως διαμήνυσε η Λαγκάρντ, τότε θα ξεκινήσει η συζήτηση σχετικά με αυτό στο Δ.Σ. της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με αναλυτές ωστόσο, οποιαδήποτε αστάθεια προκαλείται από τον Τραμπ θα μπορούσε να εντείνει τις εκκλήσεις προς την ΕΚΤ να μειώσει τα επιτόκιο κάτω από το ουδέτερο επίπεδο για να αρχίσει να τονώνει την ανάπτυξη. Οπως είπε και η Λαγκάρντ, «αντιμετωπίζουμε σημαντική και πιθανότατα αυξανόμενη αβεβαιότητα αυτή τη στιγμή» και οι δασμοί «θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο διεθνώς».
H Capital Economics εκτιμά ότι η στασιμότητα του ΑΕΠ της Ευρωζώνης στο τέταρτο τρίμηνο του 2024 ενισχύει την άποψη ότι οι οικονομικές προοπτικές της περιοχής είναι χειρότερες από ό,τι πιστεύουν οι αγορές και προβλέπει ότι η ΕΚΤ θα «υποχρεωθεί» να περικόψει το τελικό επιτόκιο στο 1,5% αργότερα φέτος.
Οπως σημειώνει ο οικονομολόγος της ING, Κάρστεν Μπρζέσκι, «στο 2,75%, το επιτόκιο καταθέσεων είναι πολύ περιοριστικό για την τρέχουσα αδύναμη κατάσταση της οικονομίας, ενώ η πρόσφατη άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων έχει επίσης επιδεινώσει τις χρηματοοικονομικές συνθήκες».

