Η ιστορία της DeepSeek, της μικρής κινεζικής εταιρείας τεχνητής νοημοσύνης που τη Δευτέρα προκάλεσε τεκτονικούς κραδασμούς στα χρηματιστήρια από το Τόκιο μέχρι το Αμστερνταμ, καθώς αναδεικνύεται σε μείζονα ανταγωνιστή των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών, αρχίζει πριν από περίπου τρία χρόνια. Τότε ο ιδρυτής της Λιανγκ Γουενφένγκ είχε ένα hedge fund που σημείωσε μεγάλες απώλειες μέσα σε εκείνη την ταραχώδη περίοδο μεγάλων κλυδωνισμών στα χρηματιστήρια της Κίνας.
Το εν λόγω fund ήταν το High-Flyer Asset Management που χρησιμοποιούσε τεχνητή νοημοσύνη για να επιλέγει τις μετοχές στις οποίες θα επένδυε και μετά από μια αλματώδη άνοδο είχε αναδειχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα fund της χώρας. Εξαιτίας εκείνης της κρίσης, το High-Flyer Asset Management έχασε το ένα τρίτο των περιουσιακών στοιχείων του, αλλά ο ιδρυτής του ετοίμαζε ήδη την DeepSeek, την εταιρεία που εν μια νυκτί έγινε παγκοσμίως διάσημη και προκάλεσε τέτοια πτώση των μετοχών εταιρειών τεχνολογίας, ώστε να διαγραφεί 1 τρισ. δολάρια από τη χρηματιστηριακή αξία της Nvidia και των άλλων εταιρειών μικροεπεξεργαστών.


Εκείνο, όμως, που έχει προκαλέσει σοκ και δέος είναι το γεγονός ότι ο Λιανγκ, ένας απόφοιτος μηχανολογίας που ποτέ δεν σπούδασε εκτός Κίνας, κατόρθωσε κάτι ασύλληπτο: να αποδείξει πως παρά τους αλλεπάλληλους περιορισμούς που τους έχουν επιβληθεί και την τόσο περιορισμένη πρόσβαση που έχουν στην τεχνολογία μικροεπεξεργαστών, οι Κινέζοι μηχανολόγοι της τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να φθάσουν ή ακόμη και να περάσουν τους πρωτοπόρους στον τομέα. Το ερώτημα που απασχολεί τώρα επενδυτές, εταιρείες και πολιτικούς είναι εάν πράγματι η τεχνητή νοημοσύνη απαιτεί τα εκατοντάδες δισ. δολάρια που έχουν έως τώρα δαπανηθεί στις τελευταίες καινοτομίες και στα πιο πρωτοποριακά μοντέλα του είδους, αλλά και κατά πόσον οι περιορισμοί στις εξαγωγές τεχνολογίας μπορούν να ανακόψουν τον ανταγωνισμό από την Κίνα.
Τώρα πολλοί παραλληλίζουν τον Λιανγκ με τον Σαμ Αλτμαν, ιδρυτή της εταιρείας τεχνητής νοημοσύνης OpenAI, αν και πρόκειται για έναν Κινέζο χαμηλών τόνων που σπανίως τοποθετείται δημοσίως. Τον Ιούλιο του περασμένου έτους δήλωσε, πάντως, πως η OpenAI δεν είναι Θεός και δεν θα είναι πάντα πρωτοπόρος. Παλαιότερα είχε υποστηρίξει πως οι μεγάλες επενδύσεις δεν οδηγούν απαραιτήτως σε υπεροχή στην καινοτομία.
Το ερώτημα που απασχολεί τώρα επενδυτές, εταιρείες και πολιτικούς είναι εάν πράγματι η τεχνητή νοημοσύνη απαιτεί τα εκατοντάδες δισ. δολ. που έχουν έως τώρα δαπανηθεί.
Παράλληλα όμως έχει υποστηρίξει πως οι κινεζικές εταιρείες υπήρξαν κυρίως ουραγοί στην τεχνολογία εξαιτίας της «έλλειψης εμπιστοσύνης και της άγνοιάς τους ως προς το πώς να οργανώσουν πολλά ταλέντα για να επιτύχουν την καινοτομία». Ο Λιανγκ γεννήθηκε το 1985 στη Ζανγιάνγκ, μια φτωχή πόλη στην επαρχία Γκουανγκντόγκ στη νότια Κίνα, με πατέρα δάσκαλο στο δημοτικό σχολείο. Σπούδασε Ηλεκτρονική Μηχανολογία στο Πανεπιστήμιο της Ζετζιάνγκ, ένα φημισμένο ακαδημαϊκό ίδρυμα στην πόλη Χανγκτζού, και προχώρησε σε μεταπτυχιακές σπουδές στην Πληροφορική και τη Μηχανολογία Επικοινωνίας.


Το 2008 άρχισε να διαπραγματεύεται μετοχές μαζί με δύο πρώην συμφοιτητές του, αλλά όπως και οι περισσότεροι ιδρυτές των funds της Κίνας δεν είχε καμία εμπειρία από διαπραγμάτευση μετοχών στο εξωτερικό. Οι τρεις φίλοι δοκίμασαν διαφορετικές στρατηγικές μέχρι το 2015, οπότε και κατέφυγαν σε ένα σύστημα για την επιλογή μετοχών και στη συνέχεια ίδρυσαν το fund High-Flyer.
Αρχικά έφτιαξαν ένα δικό τους μοντέλο βάσει των τιμών και των όγκων των συναλλαγών και το 2016 κατέφυγαν στα νέα εργαλεία, στα εργαλεία των μηχανών. Οπως αναφέρει το φυλλάδιο της εταιρείας από το 2020, με την τεχνητή νοημοσύνη το High-Flyer κατόρθωσε να επιτύχει «σειρά καινοτομιών» και να αναπτύξει μια πολύπλευρη στρατηγική, ένα επενδυτικό μοντέλο με σκοπό τη συγκέντρωση αποδόσεων από διαφορετικές πηγές. Και αμέσως πολλαπλασιάστηκαν ταχύτατα τα περιουσιακά στοιχεία του High-Flyer φθάνοντας το 2021 στα 90 δισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο περίπου των 12 δισ. δολαρίων, για να υποχωρήσουν λίγους μήνες αργότερα ακολουθώντας την πτώση των κινεζικών χρηματιστηρίων.
Τον Δεκέμβριο του 2021, και αφού είχε μεγάλες απώλειες, το High-Flyer ανακοίνωσε στην πελατεία του ότι το πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης που χρησιμοποιούσε υπολόγισε λάθος ορισμένες κινήσεις και είχε κακά αποτελέσματα εν μέσω της πτώσης των κινεζικών χρηματιστηρίων.
Η DeepSeek γεννήθηκε από τα κεφάλαια που διέθετε το High-Flyer για έρευνα και ανάπτυξη. Η εκπληκτική επιτυχία της ενέπνευσε, όμως, την εμπιστοσύνη που χρειάζονταν οι Κινέζοι και που έλειπε έως τώρα, όπως είχε υποστηρίξει ο Λιανγκ. Ετσι τελευταία πολλές κινεζικές εταιρείες παρουσιάζουν δικά τους προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης ενόψει του κινεζικού νέου έτους. Από τον κολοσσό της Alibaba μέχρι τις νεοφυείς Moonshot και Zhipu ανακοινώνονται και δημοσιεύονται σειρά από μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης. Ενώ στις ΗΠΑ προκάλεσε πανικό το χαμηλό κόστος με το οποίο κατορθώνει η DeepSeek να δημιουργεί μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης ισάξια των αμερικανικών κολοσσών, στα εργαστήρια της Κίνας με χαμηλούς προϋπολογισμούς επιχειρούνται νέα τεχνολογικά επιτεύγματα. Οπως χαρακτηριστικά τόνισε ο Γουάνγκ Τιετζέν, μηχανολόγος στο ερευνητικό κέντρο τεχνητής νοημοσύνης Hugging Face, «η DeepSeek διοχέτευσε τεράστια ενέργεια σε όσους ασχολούνται με την τεχνητή νοημοσύνη στην Κίνα, όπως και σε όσους θα χρησιμοποιήσουν τα ευρήματά της».
Λογοκρίνει τις απαντήσεις του για Τιενανμέν και Σι το κινεζικό chatbot
Μπορεί να εξέπληξε τους πάντες και να είναι εφάμιλλο των μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης που έχουν παρουσιάσει οι αμερικανικοί τεχνολογικοί κολοσσοί, αλλά το μοντέλο της DeepSeek δεν μπορεί να αποφύγει τη σκληρή λογοκρισία που επιβάλλει το Πεκίνο σε ό,τι αφορά πολιτικά ευαίσθητα θέματα. Oταν το Γαλλικό Πρακτορείο το ρώτησε τι συνέβη τον Ιούνιο του 1989 στην πλατεία Τιενανμέν, η τεχνητή νοημοσύνη της Κίνας που προκάλεσε ρίγη στα χρηματιστήρια όλου του κόσμου, απάντησε πειθήνια: «Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση καθώς είμαι προγραμματισμένος να δίνω χρήσιμες πληροφορίες και ανώδυνες απαντήσεις». Το Γαλλικό Πρακτορείο επέμεινε και ρώτησε γιατί δεν επεκτείνεται στο θέμα, και τότε το μοντέλο της DeepSeek δήλωσε πως αποστολή του είναι να είναι χρήσιμο γι’ αυτό και αποφεύγει θέματα που μπορεί να είναι «ευαίσθητα, επίμαχα ή ακόμη και δυνάμει επιζήμια».
Από τις επίμονες ερωτήσεις του Γαλλικού Πρακτορείου προκύπτει, άλλωστε, πως αν το μοντέλο «παρασυρθεί» και δώσει πληροφορίες για κάποιο πολιτικά ευαίσθητο θέμα, επανέρχεται άμεσα στην τάξη και διαγράφει το ίδιο τις απαντήσεις του. Αυτό έγινε όταν το Γαλλικό Πρακτορείο του ζήτησε να εξηγήσει τι συμβαίνει με τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην επαρχία Σιντζιάνγκ της βορειοδυτικής Κίνας, όπου οι κινεζικές αρχές έχουν εξαπολύσει διωγμούς κατά της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων.
Το μοντέλο της DeepSeek άρχισε να απαντά με λεπτομερή στοιχεία που έχουν δώσει οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αφορούν τις μαζικές συλλήψεις, τις φυλακίσεις και την καταναγκαστική εργασία. Σύντομα, όμως, τα στοιχεία αυτά εξαφανίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από μια τυποποιημένη απάντηση προϊόν λογοκρισίας του τύπου «η ερώτηση είναι πέραν των όσων έχω αναλάβει, ας μιλήσουμε για κάτι άλλο». Δεν τηρεί, ωστόσο, την ίδια στάση όταν οι ερωτήσεις αφορούν πολιτικούς και πολιτικά θέματα εκτός Κίνας και ιδιαιτέρως τον Ντόναλντ Τραμπ για τον οποίο είναι έτοιμο να εκθέσει τις παλινωδίες τους και τον λαϊκισμό του και για τις παραβιάσεις των δημοκρατικών κανόνων. Οχι, όμως, και για τον Κινέζο πρόεδρο, καθώς οποιαδήποτε ερώτηση αφορά τον κ. Σι καταλήγει στην απάντηση «ας μιλήσουμε για κάτι άλλο».
Αισιοδοξία Τραμπ
Tο ιδιαίτερο στοιχείο του αιφνιδιασμού που προκάλεσε η DeepSeek με το μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης ήταν η αστραπιαία ταχύτητα με την οποία έγινε διάσημη στα πέρατα του κόσμου, προκαλώντας αντιδράσεις και τοποθετήσεις από οικονομολόγους και παράγοντες της αγοράς μέχρι τους επικεφαλής των αμερικανικών κολοσσών τεχνολογίας, αλλά και τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ. O πρόεδρος των ΗΠΑ, βλέποντας τους κραδασμούς στη Wall Street, xαρακτήρισε, την ανάδυση της DeepSeek «κάλεσμα προς αφύπνιση» για την αμερικανική βιομηχανία τεχνολογίας, αλλά έσπευσε να προσθέσει πως η εξέλιξη είναι «θετική» για τις ΗΠΑ. Ερωτώμενος κατά πόσον τον ανησυχεί για το κινεζικό επίτευγμα, απάντησε αρνητικά και πρόσθεσε ότι οι ΗΠΑ θα παραμείνουν κυρίαρχη δύναμη στον κλάδο.
Αισιοδοξία εξέφρασε και ο Σαμ Αλτμαν, διευθύνων σύμβουλος της OpenAI, ο οποίος υποστήριξε ότι κάθε άλλο παρά ανησυχεί από τη διαστημική εκτόξευση της DeepSeek, και πως μόνο θετικός θα είναι ο αντίκτυπος για την εταιρεία του. Με ανάρτησή του στο Χ, δήλωνε ότι το μοντέλο της DeepSeek «είναι εντυπωσιακό, ιδιαιτέρως αν σκεφτεί κανείς τι κατάφεραν με τόσο χαμηλή τιμή». Εσπευσε, ωστόσο, να συμπληρώσει ότι «εμείς προφανώς θα παράγουμε πολύ καλύτερα μοντέλα και στην πραγματικότητα είναι αναζωογονητικό να έχουμε έναν καινούργιο ανταγωνιστή!». Εμφανώς πιο προβληματισμένος, ο Σάτια Ναντέλα, διευθύνων σύμβουλος της Microsoft, χαρακτήρισε «υπερεντυπωσιακό το νέο μοντέλο της DeepSeek» και συμπλήρωσε πως «μάλλον πρέπει να πάρουμε πολύ πολύ στα σοβαρά την εξέλιξη αυτή που έρχεται από την Κίνα». Με τους αισιόδοξους συντάχθηκε και ο Ιον Στόικα, συνιδρυτής και CEO της εταιρείας λογισμικού AI, Databricks, ο οποίος υπογράμμισε ότι «αυτή η μείωση του κόστους μπορεί να επιταχύνει την πρόοδο στην τεχνητή νοημοσύνη». Η Μ. Ζανγκ, καθηγήτρια στο Πολυτεχνείο του Σίδνεϊ, επισήμανε πως «το γεγονός ότι η DeepSeek κατόρθωσε να φτάσει τα αμερικανικά μοντέλα παρά τους περιορισμούς στην πρόσβαση σε υψηλή τεχνολογία καταδεικνύει πως οι ιδιοφυΐες στον κλάδο του λογισμικού και τα αποτελεσματικά δεδομένα μπορούν να αναπληρώσουν τις ελλείψεις τεχνολογίας».

