Λιγοστές παραμένουν οι επιλογές διαθέσιμων κατοικιών προς πώληση για τους ενδιαφερόμενους δικαιούχους του δεύτερου κύκλου του προγράμματος «Σπίτι μου». Παρά την αύξηση του διαθέσιμου προϋπολογισμού έως τις 250.000 ευρώ μέγιστη αξία ακινήτου (και 190.000 μέγιστη αξία δανείου), η μεγάλη πλειοψηφία της ζήτησης αφορά ακίνητα χαμηλότερου κόστους, πέριξ των 150.000 ευρώ, όπου όμως οι επιλογές περιορίζονται σημαντικά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει στην «Κ» το δίκτυο μεσιτικών γραφείων Engel & Volkers, για κάθε ένα ακίνητο αντιστοιχούν οκτώ ενδιαφερόμενοι στο κέντρο της Αθήνας, έξι ενδιαφερόμενοι στα νότια (π.χ. Καλλιθέα, Μοσχάτο, Πειραιάς, Κερατσίνι κ.λπ.) και πέντε ενδιαφερόμενοι στα δυτικά προάστια. Είναι λοιπόν εμφανές ότι η ζήτηση είναι πολλαπλάσια των διαθέσιμων ακινήτων, κάτι που αναμφίβολα θα λειτουργήσει και πάλι υπέρ των πωλητών, όπως δηλαδή συνέβη και κατά τον πρώτο κύκλο του προγράμματος. Τότε, λόγω και της χρονικής πίεσης που υπήρχε από τον τρόπο που είχε σχεδιαστεί το πρόγραμμα, οι δικαιούχοι επιδόθηκαν σε άτυπους πλειστηριασμούς για να εξασφαλίσουν το συντομότερο δυνατόν ακίνητο και να μη χάσουν το δικαίωμα συμμετοχής. Στο τρέχον πρόγραμμα, αυτό δεν υφίσταται και αν δεν εξασφαλιστεί ακίνητο, δίνεται η δυνατότητα επανυποβολής της αίτησης, εφόσον δεν έχουν εξαντληθεί οι πόροι του προγράμματος.
Για κάθε ένα ακίνητο αντιστοιχούν οκτώ ενδιαφερόμενοι στο κέντρο της Αθήνας, έξι ενδιαφερόμενοι στα νότια και πέντε ενδιαφερόμενοι στα δυτικά προάστια.
Με βάση την Engel & Volkers, οι ενδιαφερόμενοι στρέφονται προς τρεις κυρίως ζώνες, το κέντρο της Αθήνας, τα δυτικά προάστια, ανατολικά του κέντρου (π.χ. Βύρωνας, Παγκράτι, Καισαριανή κ.λπ.) και κάποιες περιοχές προς τα νότια, όπως η Καλλιθέα, το Κερατσίνι, ο Πειραιάς, η Νέα Σμύρνη και το Μοσχάτο. Αυτά τα σημεία προβλέπεται να είναι οι βασικότεροι «υποδοχείς» της ζήτησης, λόγω της συγκέντρωσης αρκετών ακινήτων μεγάλης ηλικίας, που είναι πιο προσιτά, συγκριτικά με τα νεότερα.
Οι τρεις ζώνες του κέντρου της Αθήνας και οι προσιτές περιοχές των νοτίων προαστίων, όπως η Καλλιθέα, η Νέα Σμύρνη, το Μοσχάτο, ο Πειραιάς και το Κερατσίνι.
Σύμφωνα με την εταιρεία, τα ανατολικά τμήματα του κέντρου της Αθήνας, όπως ο Βύρωνας και η Καισαριανή, προσφέρουν ελκυστικές τιμές σε σχέση με τα πιο κεντρικά σημεία. Αυτό σε συνδυασμό με την υψηλή, από πλευράς άνεσης και πρασίνου, ποιότητα ζωής, την εύκολη και άμεση πρόσβαση σε όλα τα σημεία ενδιαφέροντος αλλά και τη μεγάλη ανάπτυξη που εμφανίζουν τα τελευταία χρόνια, καθιστούν τις συγκεκριμένες περιοχές ιδιαίτερα δημοφιλείς τόσο για οικιστικούς όσο και για επενδυτικούς λόγους.
Ακόμα πιο προσιτές επιλογές προσφέρονται στα δυτικά προάστια. Οι περιοχές όπως το Αιγάλεω, το Περιστέρι και ο Κορυδαλλός έχουν άμεση πρόσβαση στη γραμμή του μετρό, ενώ καταγράφεται και σημαντική βελτίωση υποδομών, μέσω έργων ανάπλασης, δημιουργίας νέων χώρων πρασίνου και εμπορικών κέντρων.
Σε κάθε περίπτωση, λόγω και του κόστους, οι ενδιαφερόμενοι κινούνται για την απόκτηση διαμερισμάτων που βρίσκονται σε πολυκατοικίες που έχουν κατασκευαστεί κατά τις δεκαετίες από το 1970 έως το 1990, δηλαδή σε ακίνητα ηλικίας 35-55 ετών. Οσον αφορά την επιφάνεια, προτιμώνται ακίνητα από 80 τ.μ. έως 120 τ.μ., κάτι που δείχνει και τη «σύνθεση» των αγοραστών, καθώς πρόκειται κυρίως για οικογένειες ή νέα ζευγάρια που επιθυμούν να αποκτήσουν οικογένεια.
Επίσης, η πλειονότητα των ιδιοκτητών δεν έχει εκδώσει ηλεκτρονική ταυτότητα κτιρίου. Ακόμα και σε ακίνητα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα αυθαιρεσιών, απαιτούνται περίπου 3-6 μήνες έως ότου συγκεντρωθούν τα απαιτούμενα έγγραφα.

