Οι αρχικές ανησυχίες των αγορών για επιβολή πρόσθετων καθολικών δασμών από τις ΗΠΑ αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του νέου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, διαψεύστηκαν. Αν και η εφαρμογή πολιτικών προστατευτισμού στις εμπορικές συναλλαγές των ΗΠΑ αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες προεκλογικές εξαγγελίες με στόχο την αναδιαμόρφωση των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού υπέρ της εγχώριας παραγωγής, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της αμερικανικής βιομηχανίας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, τελικά δεν αναδείχθηκε ως ένα από τα κεντρικά θέματα στην ορκωμοσία του τη Δευτέρα 20 Ιανουαρίου. Αντί της επιβολής νέων δασμών, ο νέος πρόεδρος υπέγραψε εκτελεστική εντολή με την οποία ζήτησε από τις αρμόδιες αρχές να εξετάσουν τα τρέχοντα εμπορικά ελλείμματα, τη χειραγώγηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του δολαρίου από άλλες χώρες και τις φορολογικές πρακτικές χωρών που πλήττουν τις αμερικανικές επιχειρήσεις, ώστε να προτείνουν μέχρι την 1η Απριλίου «μέτρα προστασίας», όπως δασμοί και νέες εμπορικές συμφωνίες.
Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι ο πρόεδρος δεν θα μπορούσε να κάνει χρήση του δικαιώματός του για επίκληση εθνικής έκτακτης ανάγκης, προκειμένου νέοι δασμοί να τεθούν σε ισχύ άμεσα. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί καθώς, απευθυνόμενος σε δημοσιογράφους λίγες ώρες μετά την ορκωμοσία του, ανέφερε ότι το ενδεχόμενο επιβολής επιπρόσθετων δασμών 25% στο Μεξικό και στον Καναδά, καθώς και 10% στην Κίνα από την 1η Φεβρουαρίου παραμένει στο τραπέζι (το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών των ΗΠΑ με την Κίνα ανήλθε το 2023 στα 279 δισ. δολ., 26% του συνολικού ελλείμματος της χώρας, με τις εισαγωγές αγαθών από την Κίνα, το Μεξικό και τον Καναδά να αντιστοιχούν στο 60% περίπου των συνολικών εισαγωγών). Στις χώρες-περιοχές στόχους για επιβολή υψηλότερων δασμών συμπεριλαμβάνεται και η Ε.Ε., την οποία ο νέος πρόεδρος κατηγόρησε ότι διατηρεί πλεονάσματα εμπορίου που πλήττουν τις ΗΠΑ (από τα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε., 20 κατέγραψαν πλεόνασμα στο ισοζύγιο αγαθών με τις ΗΠΑ το 2023, το μεγαλύτερο εξ αυτών από τη Γερμανία που ανήλθε στα 85,7 δισ. δολ.).
Με τους επενδυτές να προσπαθούν να εκτιμήσουν τις πιθανές αλλαγές που θα επιφέρει η νέα πολιτική ηγεσία στις ΗΠΑ, οι αγορές παρουσίασαν διακυμάνσεις τις τελευταίες ημέρες. Ο δείκτης DXY του δολαρίου υποχώρησε προς την περιοχή του 107 στο τέλος της εβδομάδας (2,4% χαμηλότερα από τα νέα υψηλά στα μέσα Ιανουαρίου), ενώ οι κυβερνητικοί τίτλοι μακροχρόνιας διάρκειας, μετά από προσωρινή ανάκαμψη, βρέθηκαν εκ νέου υπό πίεση, με την απόδοση του 10ετούς αμερικανικού τίτλου να ανέρχεται ξανά προς το επίπεδο του 4,65%.
*EUROBANK RESEARCH

