Θα περίμενε κάποιος ότι, καθώς τελείωνε ο χρόνος που πέρασε, θα είχαν τακτοποιηθεί όλες οι ρυθμιστικές και αδειοδοτικές εκκρεμότητες που αφορούν τις κρίσιμες αποφάσεις για την κατασκευή και λειτουργία της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου. Ενα έργο τεράστιας εθνικής σημασίας που διαχειρίζεται ο ΑΔΜΗΕ. Ομως, το 2025 έμελλε να ξεκινήσει με σοβαρά κενά, όπως η μη έκδοση της πολυαναμενόμενης κοινής ρυθμιστικής απόφασης μεταξύ ελληνικού και κυπριακού ενεργειακού ρυθμιστή, ΡΑΑΕΥ και ΡΑΕΚ αντίστοιχα, αναφορικά με «την αναγνώριση δαπανών και τον προσδιορισμό ανάκτησης εσόδων για το 2025». Η συγκεκριμένη απόφαση θεωρείται κομβικής σημασίας για την πρόοδο του έργου, αφού αυτή καθορίζει τις επιλέξιμες δαπάνες και επηρεάζει άμεσα το επενδυτικό και χρηματοδοτικό μοντέλο ανάπτυξης του έργου.
Η ΡΑΕΚ εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει μέρος των δαπανών που έχει καταβάλει ο ΑΔΜΗΕ για την απόκτηση του έργου από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη καθώς και ορισμένες από τις τρέχουσες δαπάνες. Υπολογίζεται πως μέχρι στιγμής ο ΑΔΜΗΕ έχει επενδύσει περί τα 200 εκατ. ευρώ, τα οποία τα χρηματοδοτεί μέσω του cash flow του. Ενα σημαντικό μέρος αυτών των χρημάτων έχει κατευθυνθεί στην εταιρεία Nexans, η οποία ήδη κατασκευάζει το καλώδιο σε εργοστάσιά της στη Γαλλία και αλλού.
Πρόκειται για ένα καλώδιο συνολικού μήκους 1.208 χλμ. το οποίο θα μεταφέρει ηλεκτρικά φορτία συνεχούς ρεύματος, ισχύος 1 GW. Οταν ολοκληρωθεί το μεγαλύτερο μέρος του καλωδίου, θα ξεκινήσει η πόντισή του μεταξύ Κρήτης – Κύπρου, κάτι που δεν προβλέπεται πριν από τις αρχές του 2026. Χωρίς τη συνεχή και με μεγάλο επενδυτικό ρίσκο στήριξη του από τον ΑΔΜΗΕ, ωστόσο, το έργο θα είχε προ πολλού παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες και θα χανόταν οριστικά η εγκεκριμένη ευρωπαϊκή επιδότηση των 650 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχεί περίπου στο ένα τρίτο του συνολικού κόστους του.
Προκειμένου να εξασφαλίσει τα υπόλοιπα κεφάλαια για τη μεγάλη αυτή επένδυση, ο ΑΔΜΗΕ έχει προσεγγίσει μεγάλες διεθνείς ενεργειακές εταιρείες και χρηματοδοτικούς ομίλους, όπως λ.χ. το γαλλικό Meridiam Fund, το οποίο σε πρώτη φάση προτίθεται να αποκτήσει ποσοστό μέχρι 49,9% της εταιρείας ειδικού σκοπού που έχει συστήσει ο ΑΔΜΗΕ, γνωστής ως Great Sea Interconnector (GSI). Προς αυτή την κατεύθυνση, ο ΑΔΜΗΕ έχει εδώ και καιρό επιδιώξει τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω φορέα που θα επιλέξει, στο μετοχικό κεφάλαιο του GSI.
Αλλά, παρά τη διακηρυγμένη απόφαση και δέσμευση της Λευκωσίας για συμμετοχή της τελευταίας στον GSI, αίφνης προκύπτουν σοβαρά διαδικαστικά προβλήματα, όπως φάνηκε από τη δήλωση του Κύπριου υπουργού Ενέργειας, Γ. Παπαναστασίου, μετά τη συνάντησή του στις 27/12 στην Αθήνα με τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδ. Σκυλακάκη. «Η Κυπριακή Δημοκρατία προτίθεται να συμμετάσχει, αφού προηγηθεί μελέτη δέουσας επιμέλειας (due diligence), με ποσό 100 εκατ. ευρώ στο μετοχικό κεφάλαιο του GSI, εταιρείας που θα αναλάβει την ιδιοκτησία της ηλεκτρικής διασύνδεσης», σημείωσε, μεταξύ άλλων, ο Κύπριος υπουργός. Στη συνέχεια διευκρίνισε ότι «η κυβέρνηση δεσμεύεται να χορηγήσει οποιαδήποτε άδεια, έγκριση, εξουσιοδότηση απαιτείται για την υλοποίηση της ρυθμιστικής συμμόρφωσης, ώστε να καθίσταται ευχερής η πιστοποίηση του φορέα GSI ως ιδιοκτήτη της διασύνδεσης».
Θέτοντας, όμως, ως προϋπόθεση για συμμετοχή στο επενδυτικό κεφάλαιο την πιστοποίηση του έργου από την Ε.Ε. –διαδικασία που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί πριν από 14 μήνες το νωρίτερο– η κυπριακή κυβέρνηση επιδιώκει, εμμέσως πλην σαφώς, να εκτροχιάσει το έργο αρνούμενη να συνεργαστεί αρμονικά με την ελληνική κυβέρνηση και τον κύριο του έργου, που είναι ο ΑΔΜΗΕ. Με την αρνητική διάθεση της Λευκωσίας να γίνεται ακόμη πιο εμφανής, αφού η κυβέρνηση επικαλείται τώρα την αξιολόγηση του έργου από αμερικανική δικηγορική εταιρεία (Curtis, Mallet-Prevost, Colt and Mosle LLP), βάσει της οποίας υποστηρίζει ότι η συμφωνία παραχώρησης (concession agreement) δεν προβλέπει ότι ο GSI είναι ο ιδιοκτήτης της υποδομής και, ως εκ τούτου, έκρινε ότι η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μια εταιρεία που δεν ελέγχει τα πάγια είναι ασύμφορη.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένους κύκλους στην κυπριακή πρωτεύουσα, η απόφαση της κυβέρνησης Νίκου Χριστοδουλίδη να μη συμμετάσχει ενεργά στο έργο έχει υπαγορευτεί από οικονομικούς παράγοντες του νησιού, οι οποίοι αισθάνονται πως απειλούνται τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα με την παροχή, αύριο, επιπλέον ποσοτήτων ηλεκτρικών φορτίων στην Κύπρο. Επειδή η επιδιωκόμενη επένδυση από πλευράς κυπριακής κυβέρνησης δεν καλύπτει ούτε το 4% της συνολικής επένδυσης, σύμφωνα με τεχνικούς κύκλους στην Αθήνα, η μη συμμετοχή της στο επενδυτικό κεφάλαιο δεν θεωρείται απαγορευτικός παράγοντας για την πρόοδο και την ολοκλήρωση της κατασκευής του.
Οσοι αντιτίθενται στο έργο αρνούνται να λάβουν υπόψη τους την τεράστια σημασία που έχει η ολοκλήρωση και λειτουργία του GSI, τόσο από γεωστρατηγική άποψη όσο και από πλευράς ενεργειακής ασφάλειας της ίδιας της Κύπρου. Εάν όμως λάβουμε υπόψη τις γενικότερες και διαρκώς μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές συνθήκες στην Ανατ. Μεσόγειο, καθίσταται σαφές ότι, παρά τις παλινωδίες της κυπριακής πλευράς, που στόχο έχουν την καθυστέρηση –αν όχι την ακύρωση του έργου– η ουσία του θέματος είναι ότι ο GSI αναβαθμίζει το γεωπολιτικό εκτόπισμα της Μεγαλονήσου, αφού μέσω της πόντισης του καλωδίου, που στην πράξη αποτελεί ένα μεγάλο ευρωπαϊκό έργο υποδομής στην ελλαδική και κυπριακή ΑΟΖ, απαντώνται άμεσα και σε πρακτικό επίπεδο οι αιτιάσεις της Τουρκίας και οι απαιτήσεις της περί έγκρισης του έργου από την Αγκυρα. Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (άρθρο 112 και άρθρο 79 παράγραφος 5), δεν απαιτείται να δοθεί ουδεμία άδεια από όμορη χώρα, και η μόνη υποχρέωση που έχουν Ελλάδα και Κύπρος είναι η απλή ενημέρωση της αρμόδιας κρατικής υπηρεσίας της Τουρκίας για τη διαδρομή που θα ακολουθήσει η πόντιση του καλωδίου.
Θα πρέπει ακόμη να αναφερθεί ότι η συγκεκριμένη ηλεκτρική διασύνδεση έρχεται αφενός να ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της Μεγαλονήσου (που, ουσιαστικά, παραμένει ενεργειακά απομονωμένη) και αφετέρου να ενώσει το ευρωπαϊκό ηλεκτρικό δίκτυο, μέσω Ελλάδας, με αυτό του Ισραήλ, δημιουργώντας έτσι την πρώτη απευθείας ενεργειακή γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Γι’ αυτό και η αρχική ονομασία του έργου ήταν Eurasia Interconnector. Με την Ελλάδα, μέσω του GSI καθώς και άλλων μεγάλων διασυνδέσεων που έχουν προχωρήσει μέσω του ΑΔΜΗΕ, όπως αυτές της Αττικής – Κρήτης, της Δωδεκανήσου και του Green Aegean Interconnector, μέσω Αδριατικής, να αναδεικνύεται ο βασικός ηλεκτρικός διάδρομος της Νότιας Ευρώπης. Υπό αυτή την έννοια, ο GIS θεωρείται ένα ενεργειακό έργο «κλειδί» στη δημιουργία αυτού που αποκαλούμε worldwide electricity grid, δηλαδή παγκόσμιος ηλεκτρικός ιστός.
Στο πλαίσιο αυτό, ο GIS έχει τεράστια γεωπολιτική σημασία αφού σηματοδοτεί το ενεργειακό άνοιγμα της Ευρώπης μέσω Ελλάδας – Κύπρου προς ανατολάς. Η δυνατότητα ανταλλαγής ηλεκτρικής ενέργειας ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια των δύο πλευρών ενώ, παράλληλα, ανοίγει τον δρόμο για την κατασκευή νέων μεγάλων έργων ΑΠΕ, υδρογόνου και όχι μόνον. Τέλος, δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι το έργο του GSI αποτελεί ένα είδος crash test για τη δυνατότητα Ελλάδας – Κύπρου να ασκήσουν κυριαρχικά δικαιώματα εντός της ΑΟΖ τους, κάτι που δεν είναι αυτονόητο εάν λάβουμε υπόψη μας το επεισόδιο στην Κάσο το καλοκαίρι του 2024 και την παρεμπόδιση της Κύπρου επανειλημμένως από την Τουρκία να διεξαγάγει ερευνητικές γεωτρήσεις σε συγκεκριμένες τοποθεσίες εντός της ΑΟΖ της.
* Ο κ. Κωστής Σταμπολής είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ).

