Τους κινδύνους που εγκυμονεί και για την Ελλάδα η αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον, λόγω προεδρίας Τραμπ, επισήμαναν χθες ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ Γιάννης Ρέτσος και ο γενικός διευθυντής του Νίκος Βέττας, κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του Ιδρύματος για την ελληνική οικονομία.
«Σε μια οικονομία που χρειάζεται επενδύσεις, η αβεβαιότητα δεν βοηθάει», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Βέττας, εξηγώντας ότι ίσως καθυστερήσει τις επενδυτικές αποφάσεις, ιδίως αν επιβραδυνθούν οι μειώσεις επιτοκίων. Οπως εξήγησε ο κ. Βέττας, «διαφαίνεται επαναφορά τάσεων εμπορικού προστατευτισμού από τη νέα αμερικανική διοίκηση, παραμένουν οι γεωπολιτικές εντάσεις, αναμένεται επιβράδυνση στις δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ενώ εγκυμονεί ο κίνδυνος για μη ευθύγραμμη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και του κόστους χρηματοδότησης». Ο ίδιος σημείωσε, εξάλλου, ότι μπορεί να καθυστερήσει να φανεί η όποια επίδραση, αλλά δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει. Αλλωστε, αυτό είχε συμβεί και κατά την κρίση της Lehman Brothers, που ήρθε με καθυστέρηση, αλλά με μεγαλύτερη δριμύτητα στην Ελλάδα, «γιατί δεν είχαμε την παραγωγική δυνατότητα».
Ο κ. Ρέτσος εξέφρασε ανάλογο προβληματισμό για την αλλαγή πολιτικής που αναμένεται από τη νέα αμερικανική διοίκηση σε τομείς όπως η οικονομία, το διεθνές εμπόριο και οι δράσεις για το περιβάλλον, με επιδράσεις στη διεθνή οικονομία και ειδικότερα στην Ευρώπη. «Μέχρι στιγμής, οι Ευρωπαίοι φαίνεται να είμαστε σε δυσχερέστερη θέση», ανέφερε. Επικαλέσθηκε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ενδεχόμενη επιβολή δασμών 10% στην Ε.Ε. συνολικά θα οδηγήσει σε επιβράδυνση της ανάπτυξής της κατά 1%.
Το ΙΟΒΕ προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,4% για το 2025, έναντι 2,3% για το 2024, ελαφρώς υψηλότερο από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού για 2,3% για το 2025, έναντι 2,2% για το 2024. Ο κ. Βέττας, όμως, επισήμανε ότι «εγείρεται ζήτημα με τις ποιοτικές διαστάσεις της ανάπτυξης», κυρίως επειδή οι επενδύσεις δεν αυξάνονται τόσο γρήγορα όσο χρειάζεται και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δέχεται πιέσεις. Τόνισε ότι το πολυσυζητημένο παραγωγικό υπόδειγμα που δεν αλλάζει προϋποθέτει υψηλότερη παραγωγικότητα και αυτό σημαίνει συνολικότερες αλλαγές, περιλαμβανομένων π.χ. στον τομέα της παιδείας.
«Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας στο νέο παραγωγικό υπόδειγμα», είπε, «περνάει μέσα από τρία συμπληρωματικά κανάλια. Πρώτον, μέσα από υψηλότερη συμβολή των εξαγωγών και των επενδύσεων στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, και αντίστοιχη σχετική (αν και όχι αναγκαστικά απόλυτη) υποχώρηση του μεριδίου της κατανάλωσης και της συμμετοχής των εισαγωγών. Δεύτερον, μέσα από αύξηση της παραγωγής και στροφή πόρων σε τομείς που μπορούν να έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα, όπως η μεταποίηση και για εταιρείες τεχνολογίας, περιοχές στις οποίες υπάρχει σχετική υστέρηση. Τρίτον, ευρύτερα σε όλους τους τομείς και κλάδους, με τη στροφή στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, που θα είναι διεθνώς εμπορεύσιμα και θα στοχεύουν την παγκόσμια αγορά με όρους καινοτομίας».
Η πρόβλεψη του ΙΟΒΕ για τον ρυθμό ανάπτυξης του 2025 βασίζεται σε μια αισιόδοξη πρόβλεψη για αύξηση των επενδύσεων παγίων κεφαλαίων κατά 9,5%, έναντι μόλις 3% το 2024. Στον προϋπολογισμό προβλέπεται αύξηση 8,4% το 2025, έναντι 6,7% το 2024. Ο κ. Βέττας βάσισε την πρόβλεψη αυτή στην αναμενόμενη κορύφωση των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και στην προβλεπόμενη περαιτέρω μείωση των επιτοκίων.
Για τον προϋπολογισμό, είπε ότι κινήθηκε καλύτερα από τον στόχο, λόγω της καλύτερης απόδοσης των φόρων εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων. Στο τελευταίο συνέβαλε, όπως υπογράμμισε, και η προοδευτικότητα της φορολογικής κλίμακας. Επίσης, για το κενό ΦΠΑ σημείωσε ότι μπορεί να μειώθηκε σχεδόν στο μισό σε μια πενταετία, αλλά παραμένει υψηλό (13,7% έναντι 7% στην Ε.Ε., το 2022).

