Εν μέσω τεκτονικών αλλαγών στο γεωπολιτικό τοπίο και με τον Ντόναλντ Τραμπ να υλοποιεί επιθετικά την ατζέντα του, η Ε.Ε. εξωθείται σε αναθεώρηση του αυστηρού ρυθμιστικού της πλαισίου, που αντιμετωπίζεται πλέον ως τροχοπέδη στη δημιουργία ευρωπαϊκών «πρωταθλητών», εταιρειών ικανών να ανταγωνιστούν ΗΠΑ και Κίνα. Με ενστάσεις και επιχειρήματα ένθεν κι ένθεν, η Ε.Ε. οδεύει προς επανεξέταση των κανόνων ανταγωνισμού, όπως επίσης και προς χαλάρωση όσων κανόνων αφορούν την υποχρέωση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να τηρούν περιβαλλοντικά και κοινωνικά ευαίσθητη πολιτική και δίκαιη διακυβέρνηση. Και χωρίς να λείπει η υποστήριξη αρκετών Ευρωπαίων πολιτικών, είναι προπαντός ισχυρή η στήριξη από τον επιχειρηματικό κόσμο της Ευρώπης.
Η έκθεση Ντράγκι
Η πρώτη κρούση έγινε προ μηνών από την έκθεση του Μάριο Ντράγκι για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε., στο πλαίσιο της οποίας ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ καλεί τις Αρχές να διευκολύνουν τη συγκέντρωση σε διάφορους κλάδους της ευρωπαϊκής βιομηχανίας για να ενισχυθεί η καινοτομία στη Γηραιά Ηπειρο. Οπως σχολιάζει σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, η συγκυρία είναι μάλλον ευνοϊκή ή τουλάχιστον πολύ πιο ευνοϊκή σε σύγκριση με το παρελθόν, χάρη στην αλλαγή των στελεχών της Κομισιόν. Καθοριστική είναι, ειδικότερα, η αντικατάσταση της μέχρι πρότινος επιτρόπου Ανταγωνισμού, της Δανής Μαργκρέτε Βεστάγκερ, επιθετικής πολέμιας των μονοπωλίων, από την Ισπανίδα σοσιαλίστρια Τερέζα Ριμπέρα. Η κ. Ριμπέρα έχει αναλάβει να εξετάσει τι πρέπει να αλλάξει στην πολιτική ανταγωνισμού και στην παρακαταθήκη της Βεστάγκερ και όπως η ίδια έχει πει, «προκειμένου να ταιριάζει στις νέες πραγματικότητες» του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Ετσι, για πρώτη φορά έπειτα από μια δεκαετία οι Βρυξέλλες σκέπτονται να επιτρέψουν τη γιγάντωση των μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών μέσω συγχωνεύσεων, που θα τις διευκολύνουν να μειώσουν το κόστος και να ανταγωνιστούν από καλύτερη θέση στη διεθνή αγορά.
Οι υποστηρικτές της μεταρρύθμισης παραθέτουν σειρά από περιπτώσεις στις οποίες η Κομισιόν απέτρεψε συγχώνευση ευρωπαϊκών εταιρειών και το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Το 2016 επιχείρησαν για τρίτη φορά να συγχωνευτούν το χρηματιστήριο του Λονδίνου και το χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης μιλώντας για μια «συγχώνευση που θα καθορίσει τον κλάδο και θα κάνει πραγματικότητα των ένωση ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών». Η Κομισιόν απέτρεψε τη συγκέντρωση φοβούμενη μονοπώλιο. Εκτοτε οι μετοχές της αγοράς του Λονδίνου έχουν τριπλασιαστεί και της Φρανκφούρτης υπερδιπλασιαστεί, αλλά και τα δύο χρηματιστήρια έχουν δει σειρά δημοσίων εγγραφών να επιλέγουν τις ΗΠΑ. Αλλοι επιλέγουν να θυμίσουν την πρόταση συγχώνευσης που υπέβαλαν το 2018 οι Thyssenkrupp και Tata Steel, που την μπλόκαρε η Κομισιόν. Με δεδομένο όμως τον επιθετικό ανταγωνισμό από την Κίνα, το αποτέλεσμα ήταν να αντιμετωπίζουν σήμερα και οι δύο κολοσσοί μεγάλα προβλήματα και να οδηγούνται ο ένας σε κλείσιμο μονάδων και ο άλλος σε μαζικές απολύσεις.
Για πρώτη φορά έπειτα από μία δεκαετία οι Βρυξέλλες σκέπτονται να επιτρέψουν τη γιγάντωση των μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών μέσω συγχωνεύσεων.
«Οι ευρωπαϊκοί κανόνες για τις συγχωνεύσεις πρέπει να αλλάξουν», δήλωσε το Σαββατοκύριακο ο κεντροδεξιός Φρίντριχ Μερτς, ο θεωρούμενος καγκελάριος εν αναμονή, καθώς το κόμμα του προηγείται στις δημοσκοπήσεις για τις επικείμενες εκλογές στη Γερμανία.
Εταιρείες – πρωταθλήτριες
Η Γερμανία και η Γαλλία έχουν από τον Μάιο του περασμένου έτους ζητήσει από τις ρυθμιστικές αρχές της Ε.Ε. να επιτρέψουν τη δημιουργία μεγάλων εταιρειών και ιδιαιτέρως στους κρίσιμους τομείς των τηλεπικοινωνιών και των αερομεταφορών. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι δύο μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες ζητούν μεταρρύθμιση. Εχει προηγηθεί αντίστοιχο αίτημά τους το 2019, όταν η Κομισιόν προέβαλε βέτο στη συγχώνευση των μονάδων παραγωγής τρένων της Siemens και της Alstom. Εξέδωσαν μάλιστα ένα είδος μανιφέστου για τη βιομηχανική πολιτική του 21ου αιώνα. Βερολίνο και Παρίσι βρίσκονται, άλλωστε, πίσω από τη δρομολογούμενη χαλάρωση των κανόνων για την περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνη πολιτική των επιχειρήσεων. Η Γερμανία υπέβαλε σχετικό αίτημα τον Δεκέμβριο και αναμένεται αντίστοιχη πρόταση της Γαλλίας μέσα στην εβδομάδα. «Υπάρχει κοινή διαπίστωση πως πρέπει να ελαφρύνουμε το βάρος στις επιχειρήσεις, ώστε να επιτρέψουμε να έχουν μέγεθος ανάλογο των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν», σχολίασε μιλώντας στο Bloomberg ο Ρομπέρ Οφέλ, πρόεδρος της Γαλλικής Αρχής Λογιστικών Προδιαγραφών και πρώην επικεφαλής της ρυθμιστικής αρχής χρηματοπιστωτικού τομέα της χώρας. Διευκρίνισε πως η μόνη διαφωνία αφορά «την κλίμακα των αλλαγών που πρέπει να γίνουν και τη χρονική στιγμή που θα πρέπει να γίνουν».
Η κίνηση του Βερολίνου ήρθε σε μια στιγμή που η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία είναι σε ύφεση επί δύο συναπτά έτη, με πολιτικούς και επικεφαλής επιχειρήσεων να θεωρούν πως φταίνε οι άκαμπτες ρυθμίσεις της Ε.Ε. για την απώλεια της ανταγωνιστικότητάς τους. Η τάση που αναπτύσσεται στους κόλπους της Ε.Ε. για χαλάρωση αυτών των απαιτήσεων συμπίπτει, άλλωστε, και με τη νέα πολιτική πραγματικότητα που έχει αναδυθεί στις ΗΠΑ, καθώς αρχίζει η δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ. Γι’ αυτό και οι επικεφαλής των επιχειρήσεων βλέπουν τον Τραμπ να απορρυθμίζει τα πάντα και θεωρούν τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις μείζον πρόβλημα.
Στο Νταβός τοποθετούνται ανοικτά υπέρ της απορρύθμισης ή «reset» των ρυθμίσεων προκειμένου «να επιτραπεί στις επιχειρήσεις να προχωρήσουν». Ενδεικτική η προειδοποίηση του Μόρτεν Βίροντ, διευθύνοντος συμβούλου της ελβετικής εταιρείας ρομποτικής ΑΒΒ, που προειδοποίησε ότι οι υπερβολικές ρυθμίσεις εξωθούν τις επιχειρήσεις να μεταφέρονται σε άλλες αγορές και εγκυμονούν τον κίνδυνο «αποβιομηχάνισης της Ευρώπης».

