Αρθρο του Γιώργου Στούμπου στην «Κ»: Ο απρόβλεπτος Tραμπ, η Κίνα και… οι Ευρωπαίοι

Αρθρο του Γιώργου Στούμπου στην «Κ»: Ο απρόβλεπτος Tραμπ, η Κίνα και… οι Ευρωπαίοι

Eχει γίνει κοινός τόπος η εκτίμηση ότι η παγκόσμια οικονομία ανασυντάσσεται

5' 38" χρόνος ανάγνωσης

Eχει γίνει κοινός τόπος η εκτίμηση ότι η παγκόσμια οικονομία ανασυντάσσεται. Οι τεχνολογικές καινοτομίες, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, η κλιματική αλλαγή, οι εμπορικοί ανταγωνισμοί, η ενεργειακή κρίση, όλα συνηγορούν υπέρ μιας τεκτονικής αλλαγής όπου οι «πλάκες» της Ευρώπης, της Αμερικής και της Κίνας, και δευτερευόντως της Ρωσίας, συγκρούονται με στόχο τη διασφάλιση νέου οικονομικού ζωτικού χώρου, την προστασία της εγχώριας παραγωγής και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των προϊόντων τους και, γιατί όχι, τη διεκδίκηση της πολιτικής τους επικυριαρχίας τις επόμενες δεκαετίες. Αξίζει μια προσπάθεια να διατυπώσουμε τις πλέον προφανείς διαπιστώσεις.

Η ανάπτυξη των μεγαλύτερων οικονομιών τις τελευταίες δεκαετίες σε εθνική, ομοσπονδιακή ή συνομοσπονδιακή βάση έχει συντελεστεί εντός διαφορετικών θεσμικών και πολιτικών πλαισίων, με την υλοποίηση διαφορετικών αναπτυξιακών μοντέλων. Κυρίαρχη αναγκαιότητα την ίδια περίοδο κατέστη η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών ως πρωταρχικού μέσου παραγωγής, βελτιώνοντας με αυτόν τον τρόπο πολλαπλασιαστικά τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα. Βάσει αυτών των δεδομένων επαναπροσδιορίστηκαν οι εμπορικές σχέσεις και συναλλαγές μεταξύ των χωρών αυτών, οξύνθηκε ο ανταγωνισμός τους για τη διασφάλιση πρώτων υλών και ενέργειας, και επανακαθορίστηκαν οι ροές και η κατεύθυνση των ξένων επενδύσεων μεταξύ τους. Με την πάροδο των τελευταίων δεκαετιών οι τάσεις αυτές απέκτησαν σαφείς γεωγραφικούς προσδιορισμούς, αυτούς που αναφέραμε ως τεκτονικές πλάκες παραπάνω. Οι νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά τις επιπτώσεις της πανδημίας, του πολέμου στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης που ακολούθησε, φαίνεται να έχουν κλείσει τον κύκλο του εφησυχασμού και της συνεργασίας και να έχουν διαταράξει σοβαρά τις ισορροπίες μεταξύ των πρωταγωνιστών.

Κάθε τέλος οριοθετεί μια νέα αρχή. Το τελευταίο διάστημα έχουν έρθει στο προσκήνιο σημαντικές αλλαγές, καθοριστικές για τον ρόλο των κύριων παικτών. H Ιστορία διδάσκει ότι η αναδιάταξη οικονομικών και γεωπολιτικών συσχετισμών σε παγκόσμια κλίμακα είναι πάντα βίαιη, σκληρή, μακροχρόνια και αμφίρροπη. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας πόλεμος συνήθως «ψυχρός» και ενίοτε «θερμός». Είναι επίσης σαφές ότι ο πόλεμος αυτός έχει νικητές και ηττημένους.

Η Κίνα έχει συστηματοποιήσει την επέλασή της. Σε όλα τα διεθνή φόρουμ (G7, G20, Οικονομική Συνεργασία Ασίας – Ειρηνικού, ομάδα BRICS, που διαρκώς διευρύνεται) εμφανίζεται ως ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη σε έναν πολυπολικό, αλλά κατ’ ουσίαν διπολικό κόσμο. Προβάλλει την οικονομική της εξωστρέφεια. Ενστερνίζεται τον υγιή ανταγωνισμό. Υιοθετεί με κατακλυσμιαίους ρυθμούς τις νέες τεχνολογίες, ξένες και εγχώριες. Διεισδύει στην παγκόσμια αγορά με προϊόντα σε άκρως ανταγωνιστικές τιμές και διαρκώς βελτιούμενη ποιότητα. Επιπλέον προσφέρει οικονομική ενίσχυση, εμπορική συνεργασία, χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων και δημόσιων υποδομών σε αναπτυσσόμενες οικονομίες. Εξίσου σημαντικό, εκφράζει τον σεβασμό της για τις πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές κάθε χώρας, υποσχόμενη συμπόρευση, αλληλεγγύη και συμμετοχή στον νέο κόσμο που θέλει να διαμορφώσει. Το αντίπαλον δέος για την κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών σε επίπεδο ανταγωνισμού, τεχνολογίας και στρατιωτικής ισχύος έχει πλήρως διαμορφωθεί στο οξύμωρο πολιτικοοικονομικό μοντέλο που ακούει στο όνομα «σοσιαλιστικό μοντέλο αγοράς» ή, ακριβέστερα, «μονοκομματικός κομμουνισμός ελεύθερης αγοράς».

Η Αμερική, η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη (25% του παγκοσμίου ΑΕΠ), διαχρονικά υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, αναπροσανατολίζεται. Εφαρμόζει νέα εμπορική στρατηγική επιλεγμένου προστατευτισμού, ακραίου απέναντι στην Κίνα, ηπιότερου απέναντι στην Ε.Ε. Η αναμενόμενη επιβολή δασμών 60% και 20% αντίστοιχα είναι η προϋπόθεση για την υλοποίηση μιας μακροπρόθεσμης επιδίωξης επαναπατρισμού παραγωγικών δραστηριοτήτων (reshoring). Η επιβολή απαγορεύσεων στη μεταφορά τεχνολογίας και το νέο θεσμικό πλαίσιο επενδύσεων σε τρίτες χώρες είναι υποστηρικτικά εργαλεία αυτής της πολιτικής. Ο νέος πρόεδρος στοχεύει να εξαλείψει κανονισμούς και περιορισμούς που δυσχεραίνουν τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των διαφόρων αγορών. Πέρα από τις προτεινόμενες αλλαγές, η πρωτοκαθεδρία της Αμερικής δεν αμφισβητείται. Το 58% των επίσημων συναλλαγματικών διαθεσίμων στον κόσμο τηρείται σε δολάριο. Τα σημαντικότερα προγράμματα έρευνας, τεχνολογίας και καινοτομίας χρηματοδοτούνται από τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα στο πλαίσιο πανεπιστημιακών προγραμμάτων και επιστημονικών κέντρων. Τα άυλα προϊόντα της, από το Διαδίκτυο και την Google μέχρι τον κινηματογράφο και τη μουσική, κυριαρχούν στον κόσμο. Η στρατιωτική ισχύς της είναι απαράμιλλη. Με αυτά τα δεδομένα, ακόμη και το προεκλογικό σύνθημα του νέου προέδρου θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί από «Πρώτα η Αμερική» στο «Η Αμερική να παραμείνει Πρώτη».

H Ιστορία διδάσκει ότι η αναδιάταξη οικονομικών και γεωπολιτικών συσχετισμών σε παγκόσμια κλίμακα είναι πάντα βίαιη, σκληρή, μακροχρόνια και αμφίρροπη.

Η Ε.Ε. έχει καταστεί παρατηρητής των εξελίξεων, ο μεγάλος ασθενής. Η αναδιάταξη και ο εκσυγχρονισμός του παραγωγικού μοντέλου της, κάτι που επιτάσσουν οι εξελίξεις, δεν καταχωρίζονται στην ημερήσια διάταξη των συμβουλίων της Ενωσης. Προβλήματα χρόνια και ανυπέρβλητα όπως η έλλειψη κοινωνικής συνοχής, οι διαρκείς αντιπαραθέσεις μελών της σε κρίσιμα θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, οι ιδεολογικές αποκλίσεις μεταξύ εταίρων, οι δημοσιονομικές ανισορροπίες μικρών αλλά και μεγάλων οικονομιών, είναι η επικρατούσα θεματολογία. Ταυτόχρονα, η Ενωση εθελοτυφλεί μπροστά στη διογκούμενη απειλή Κίνας και Αμερικής. Αρνείται να αναδιατάξει το παραγωγικό μοντέλο της ενσωματώνοντας νέες τεχνολογίες και καινοτομίες (με εξαίρεση την αυτοκινητοβιομηχανία). Συντηρεί μια άκρως ασύμμετρη παραγωγική δομή που κατηγοριοποιεί τις εθνικές οικονομίες σε χαμηλού, μεσαίου και υψηλού επιπέδου εξειδίκευσης. Αρνείται να απλοποιήσει το πλαίσιο εσωτερικών κανονισμών που έχει καταστεί αποτρεπτικό για την ανάπτυξη ερευνητικών προγραμμάτων υψηλής τεχνολογίας και εταιρειών venture capital. Εχει κοινή νομισματική πολιτική, αλλά όχι ενιαία δημοσιονομική πολιτική και ενοποιημένο τραπεζικό σύστημα. Μένει ανήμπορη να αντιδράσει συλλογικά και συντεταγμένα στην αυξανόμενη εκροή κεφαλαίων, αρχικά προς την Κίνα και, μετά την πανδημία, προς τις ΗΠΑ. Ολα τα παραπάνω έχουν εμπεδώσει μια καμπύλη διαρκώς μειούμενης ανταγωνιστικότητας (βλ. έκθεση Μάριο Ντράγκι), συντηρώντας αναπτυξιακές και εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των μελών της. Αλλά τα άσχημα νέα δεν σταματούν εδώ. Για να διασφαλίσει τη βιωσιμότητά της μια ένωση κρατών επιβάλλεται να έχει ενιαία εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας (και δαπανών). Στην περίπτωση αυτή, αποκλίσεις στο όνομα της δημοκρατίας δεν μπορεί να είναι αποδεκτές διότι υπονομεύουν την ίδια την υπαρξιακή υπόσταση της Ενωσης. Δυστυχώς, όμως, οι αποκλίσεις είναι ο κανόνας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Το τραγικό είναι ότι η Ε.Ε. έχει περιορισμένες δυνατότητες αντίδρασης. Τα αντανακλαστικά που έχουν θεσμοθετηθεί αντιστοιχούν στις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς και λιγότερο στις συνθήκες του διεθνούς ανταγωνισμού. Μοιραία, η τύχη της Ενωσης ετεροπροσδιορίζεται από τους ανταγωνιστές της, Αμερική και Κίνα, προς όφελος των τελευταίων. Οσον αφορά τη Ρωσία, θα είναι η μεγαλύτερη χώρα σε έκταση, με σχετικά μικρό οικονομικό μέγεθος (3,9% του παγκόσμιου ΑΕΠ), πλούσια σε πρώτες ύλες, ψάχνοντας, και πάντα βρίσκοντας, πρόθυμους αγοραστές που αγοράζουν σε τιμές ευκαιρίας – όπως τώρα η Κίνα και η Ινδία.

«Σε ποιον να τηλεφωνήσω όταν θέλω να μιλήσω στην Ευρώπη;», λέγεται ότι είπε ο Χένρι Κίσινγκερ κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του στις 19 Νοεμβρίου 2009. Το σχόλιο αυτό είναι η επιτομή της αποτυχίας της Ευρώπης να συγκροτηθεί σε μια ενιαία οικονομική οντότητα που θα εκφράζεται από μια φωνή δημοκρατικά εκλεγμένη, εκπροσωπώντας τη δύναμη του 18% του παγκόσμιου ΑΕΠ και των 450 εκατ. πολιτών της. Θα αποκτήσει άραγε ποτέ φωνή η Ευρώπη, ή είναι καταδικασμένη η αδύναμη και ετερόκλητη φωνή της να υπερκαλύπτεται από τις ηχηρές κραυγές της Αμερικής και της Κίνας σε όλη την γκάμα των σύγχρονων προβλημάτων που θα καθορίσουν το μέλλον της τις επόμενες δεκαετίες;

Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT