Στην πιο δύσκολη στιγμή για την Ευρώπη έρχεται η ανάληψη των καθηκόντων του νέου Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που ορκίζεται σήμερα. Ενός προέδρου, ο οποίος έχει προεκλογικά εξαγγείλει επιβολή δασμών (από 10% στην Ευρώπη έως 60% στην Κίνα), μείωση φόρων στις ΗΠΑ, εκδίωξη μη νόμιμων μεταναστών, αλλά και συνέχιση της εξόρυξης ορυκτών καυσίμων και έχει εκδηλώσει έως και επεκτατικές βλέψεις έναντι άλλων κρατών.
Η στιγμή είναι δύσκολη γιατί η Ευρώπη, πιο διχασμένη και ανίσχυρη από ποτέ, με ακροδεξιά κόμματα να κερδίζουν έδαφος, καλλιεργώντας το αντιευρωπαϊκό κλίμα, χωρίς ισχυρές προσωπικότητες στην ηγεσία της, δείχνει να έχει χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της και στην οικονομία: Η παραδοσιακή ατμομηχανή της, η Γερμανία, είδε το ΑΕΠ της να μειώνεται για δεύτερη συνεχή χρονιά το 2024, κατά 0,2%, πληρώνοντας το κόστος της ακριβής ενέργειας, αλλά και του ανταγωνισμού της Κίνας, ενώ ο έτερος πόλος της ηγεσίας της Ευρώπης, η Γαλλία, παλεύει με τα υψηλά της δημοσιονομικά ελλείμματα.
Η ατμομηχανή της, η Γερμανία, βρίσκεται σε ύφεση, ενώ ο έτερος πόλος της ηγεσίας της Ευρώπης, η Γαλλία, παλεύει με τα υψηλά της ελλείμματα.
Οι αναλυτές συμφωνούν ότι η Ευρώπη θα είναι στους χαμένους της πολιτικής Τραμπ. Το πόσο χαμένη θα είναι θα εξαρτηθεί από τον βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοστούν οι προεκλογικές του εξαγγελίες. Μια επιβολή δασμών 10% στα ευρωπαϊκά προϊόντα θα πλήξει φυσικά κυρίως τις εξαγωγικές, μεγάλες βιομηχανίες της Ευρώπης. Οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, που ήλπιζαν να βρουν διέξοδο στην αμερικανική αγορά, μετά την απώλεια της αγοράς της Κίνας, χάνουν τώρα και αυτή την ελπίδα. Οι οικονομολόγοι αναφέρουν εξάλλου και άλλες έμμεσες επιδράσεις. Οπως εξηγούσε σε σχετική διαδικτυακή συζήτηση του ΙΟΒΕ, την περασμένη εβδομάδα, η οικονομολόγος και σύμβουλος του Center for Economics and Business Research, Βίκυ Πράις, η επιβολή δασμών θα οδηγήσει σε άνοδο του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, κάτι που μπορεί να επιβραδύνει τη μείωση των επιτοκίων, επηρεάζοντας αρνητικά την ανάπτυξη. Κάποιοι οικονομολόγοι φοβούνται ότι αυτό ίσως ασκήσει πίεση και στην ΕΚΤ, με κόστος για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη. Πίεση στον πληθωρισμό των ΗΠΑ, μέσω της αύξησης του κόστους παραγωγής της βιομηχανίας τους, αναμένεται να ασκήσει και η πιθανή εκδίωξη μεταναστών, έστω και μόνο των παράνομων.
Οι αισιόδοξοι ευελπιστούν ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση, που έχει μια προϊστορία να αντιδρά, παίρνοντας σημαντικές αποφάσεις όταν εμφανίζονται οι κρίσεις, θα το επαναλάβει και αυτή τη φορά. Δεν θα είναι εύκολο όμως. Πρέπει να πάρει αποφάσεις που καθυστερούν δεκαετίες, λένε οι οικονομολόγοι, όπως η τραπεζική και η ένωση κεφαλαιαγορών. «Η εμπειρία της COVID δείχνει τι πρέπει να κάνει», είπε στη συζήτηση του ΙΟΒΕ ο Γιώργος Σιώτης, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, μιλώντας για «κοινή δημόσια δαπάνη, π.χ. για αμυντικά προγράμματα». Η άμυνα είναι πράγματι ένας τομέας που θα χρειαστεί να κοιτάξει με μεγαλύτερη προσοχή η Ευρώπη, ενόψει της αναμενόμενης αποστασιοποίησης των ΗΠΑ, στην εποχή Τραμπ, κάτι που ίσως λειτουργήσει ενοποιητικά. Αλλωστε, ήταν και στις προτεραιότητες του σχεδίου Ντράγκι, που αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αν πρόκειται η Ευρώπη να προχωρήσει και να μη διαλυθεί.
Η Ελλάδα δεν θα είναι βεβαίως σ’ αυτούς που θα πληγούν περισσότερο, λόγω της αναμενόμενης επιβολής δασμών στις ΗΠΑ, καθώς δεν πραγματοποιεί μεγάλες εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων εκεί. Θα επηρεαστεί όμως έμμεσα, εφόσον πληγούν οι βασικοί εμπορικοί της εταίροι στην Ευρώπη, που είναι και χώρες προέλευσης του τουρισμού της. Παραπέρα, οποιαδήποτε αναταραχή στις αγορές πλήττει πάντα τους αδύναμους κρίκους και η Ελλάδα ακόμη δεν έχει ξεφύγει από αυτή την κατηγορία. Γι’ αυτό και οι οικονομολόγοι τονίζουν την ανάγκη να συνεχίσει τις προσπάθειες αναβάθμισης του παραγωγικού της μοντέλου.
Κωστής Χατζηδάκης στην «Κ»: Καιρός να «ξυπνήσει» η Ε.Ε. και να επιταχύνει
Η ατζέντα του προέδρου Τραμπ έχει προκαλέσει την προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης. Οχι αδικαιολόγητα. Είναι αρκετά διαφορετική από την ατζέντα πολλών προκατόχων του και έχει δημιουργήσει ερωτηματικά σε πολλές άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων και συμμάχων των ΗΠΑ.
Ισως το κυρίαρχο σήμερα δεν είναι να προβλέψει κανείς απλώς τι θα συμβεί, όσο να εργάζεται για να αποφύγει την όποια επιδείνωση και, γιατί όχι, να επιτύχει μια βελτίωση στις σχέσεις Ευρώπης και Αμερικής και, πάντως, μια βελτίωση της θέσης της Ευρώπης.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε μια ακόμη περίοδο κρίσης. Η οικονομία της έχει θέμα διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Πράγματι έχει κάνει βήματα για το περιβάλλον, έχει την ουσιαστικότερη ίσως κοινωνική πολιτική διεθνώς και παράλληλα μεγάλη ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι, λένε πολλοί, μία «ήπια υπερδύναμη». Γίνεται όμως όλο και περισσότερο «ήπια»! Της λείπει η ενεργειακή αυτονομία, της λείπει ένας αμυντικός βραχίονας, της λείπει ο αναγκαίος δυναμισμός για το σύνολο των οικονομιών των κρατών-μελών που την αποτελούν.
Για την οικονομία, η Ε.Ε. έχει στη διάθεσή της έτοιμες προτάσεις – την έκθεση Λέτα για την ενιαία αγορά και την έκθεση Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα. Από την ενοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών, έως την έκδοση κοινού χρέους, στο πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, λύσεις υπάρχουν. Ωστόσο οι λύσεις αυτές δεν προωθούνται.
Για την Ελλάδα, μέσα σε αυτό το σκηνικό, η βασική πρόκληση είναι να κρατήσουμε την οικονομία μας όσο περισσότερο προφυλαγμένη γίνεται.
Την ίδια στιγμή, η μεγαλύτερη χώρα της Ε.Ε., η Γερμανία, είναι σε μία ιδιαίτερα ευαίσθητη προεκλογική περίοδο. Και η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα, η Γαλλία, σε μία περίοδο συνεχιζόμενης πολιτικής κρίσης. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα μηνύματα δεν είναι ενθαρρυντικά. Ωστόσο, ήταν ο Ζαν Μονέ ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η Ευρώπη προχωρά μέσω κρίσεων. Ελπίζει λοιπόν κανείς ότι η εκλογή Τραμπ μπορεί να λειτουργήσει για την Ευρώπη ως «ξυπνητήρι» και καταλύτης προς την κατεύθυνση της ανασύνταξης και της επιτάχυνσης στη λήψη κάποιων ουσιαστικών πρωτοβουλιών, πρωτίστως για την ανταγωνιστικότητά της, που είναι και προϋπόθεση για μια ισχυρότερη παρουσία στη διεθνή πολιτική και οικονομική κονίστρα.

Για την Ελλάδα, μέσα σε αυτό το σκηνικό, η βασική πρόκληση είναι να κρατήσουμε την οικονομία μας όσο περισσότερο προφυλαγμένη γίνεται. Είναι γι’ αυτό διπλά σημαντικό να μείνουμε στον δρόμο της δημοσιονομικής σοβαρότητας. Αλλά φυσικά και να τη συνδυάζουμε με φιλοεπενδυτικά μέτρα.
Τα τελευταία 5-6 χρόνια η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο, την οποία, μέσα σε δύσκολους και ταραγμένους καιρούς, πρέπει να διαφυλάξουμε και να ενισχύσουμε. Αυτό επιδιώκουμε με τις πολιτικές μας στο εσωτερικό, στηρίζοντας παράλληλα μια πιο αποτελεσματική Ευρώπη, αλλά και τη στενή συνεργασία μεταξύ Βρυξελλών και Ουάσιγκτον, η οποία είναι προς όφελος και των δύο πλευρών και ακόμη πιο πολύ των νέων ανθρώπων που δικαιούνται να ζήσουν καλύτερα από εμάς!
Ο κ. Κωστής Χατζηδάκης είναι υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Γιάννης Στουρνάρας στην «Κ»: Σοβαρό πλήγμα αν τελικά εφαρμοστούν οι δασμοί
Προς το παρόν δεν έχουμε κυβερνητικές δηλώσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, έχουμε μόνο προεκλογικές εξαγγελίες. Επομένως, δεν μπορούμε να μιλήσουμε με ακρίβεια για το ποιες θα είναι οι επιπτώσεις της πολιτικής της στην ευρωπαϊκή και την ελληνική οικονομία, γιατί δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η πολιτική. Ομως, αν υλοποιηθούν αυτά τα οποία έχουν εξαγγελθεί προεκλογικά, ιδιαίτερα η επιβολή δασμών, είτε οριζόντια είτε κατά περίπτωση, θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία και ειδικότερα στον ήδη αδύναμο ρυθμό ανάπτυξής της. Η πρόβλεψή μας για την οικονομική ανάπτυξη του 2025 στην Ευρωζώνη είναι 1,1%.
Η επιβολή δασμών της τάξης του 10%, σύμφωνα με εκτιμήσεις θα αφαιρέσει 0,5% σε ορίζοντα διετίας. Αυτή είναι μια πρώτη χονδρική εκτίμηση, που δείχνει όμως μια τάξη μεγέθους και δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ότι οι επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία θα είναι αρκετά σοβαρές. Βεβαίως, θα επηρεαστούν περισσότερο οι χώρες που πραγματοποιούν μεγάλες εξαγωγές στην Αμερική, κυρίως βιομηχανικές εξαγωγές και λιγότερο οι χώρες που παράγουν υπηρεσίες, όπως είναι η Ελλάδα.

Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η Ελλάδα δεν θα θιγεί αν η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας μειωθεί κατά 0,5%. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει έμμεσες επιπτώσεις και στην ελληνική οικονομία, καθώς θα επηρεαστούν οι εξαγωγές της προς τις ευρωπαϊκές χώρες και ο τουρισμός.
Γενικότερα, εκτιμώ ότι ενδεχόμενη εφαρμογή των προεκλογικών εξαγγελιών, ιδίως για την αύξηση δασμών, θα οδηγήσει έπειτα από μια αρχική περίοδο ευφορίας των αγορών, σε αύξηση του πληθωρισμού στην Αμερική, κάτι που θα φέρει τη νέα κυβέρνηση σε σύγκρουση με τη Federal Reserve, η οποία δεν θα μπορεί να συνεχίσει τη μείωση των επιτοκίων. Το δολάριο ίσως υποχωρήσει, αν τα αμερικανικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του ήδη υπερδανεισμένου αμερικανικού δημοσίου εξασθενήσουν. Επίσης, μια επιβολή δασμών 60% στην Κίνα θα οδηγήσει σε υποτίμηση του κινεζικού γουάν, για να αντισταθμιστεί η επιβάρυνση, δημιουργώντας ένα παγκόσμιο κλίμα αβεβαιότητας. Οι καταναλωτές και οι επιχειρηματίες στη Δύση συνολικά θα πληγούν. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ήθελα να πω ότι θα ήταν σκόπιμο η Ευρώπη να ακολουθήσει μια ενιαία πολιτική, ορίζοντας και ένα πρόσωπο που θα διαπραγματευθεί για λογαριασμό της. Θα ήταν λάθος να οδηγηθεί σε διάσπαση στο θέμα αυτό.
Επειδή, κατά την προσωπική μου άποψη, οι δασμοί –σύμφωνα με εμπειρία δύο αιώνων παγκόσμιου εμπορίου και σύμφωνα με την οικονομική θεωρία– ουδέποτε είναι χρήσιμο μέσο πολιτικής, καθώς έχει αποδειχθεί ότι οι όποιοι στόχοι των κρατών επιτυγχάνονται αποτελεσματικότερα με μέσα εσωτερικής πολιτικής, θέλω να πιστεύω ότι τελικά θα επικρατήσουν ορθολογικές απόψεις και η Αμερική θα συνεχίσει να εφαρμόζει φιλελεύθερες πολιτικές ανοικτού εμπορίου.
Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.

