Η ατζέντα του προέδρου Τραμπ έχει προκαλέσει την προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης. Οχι αδικαιολόγητα. Είναι αρκετά διαφορετική από την ατζέντα πολλών προκατόχων του και έχει δημιουργήσει ερωτηματικά σε πολλές άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων και συμμάχων των ΗΠΑ.
Ισως το κυρίαρχο σήμερα δεν είναι να προβλέψει κανείς απλώς τι θα συμβεί, όσο να εργάζεται για να αποφύγει την όποια επιδείνωση και, γιατί όχι, να επιτύχει μια βελτίωση στις σχέσεις Ευρώπης και Αμερικής και, πάντως, μια βελτίωση της θέσης της Ευρώπης.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε μια ακόμη περίοδο κρίσης. Η οικονομία της έχει θέμα διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Πράγματι έχει κάνει βήματα για το περιβάλλον, έχει την ουσιαστικότερη ίσως κοινωνική πολιτική διεθνώς και παράλληλα μεγάλη ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι, λένε πολλοί, μία «ήπια υπερδύναμη». Γίνεται όμως όλο και περισσότερο «ήπια»! Της λείπει η ενεργειακή αυτονομία, της λείπει ένας αμυντικός βραχίονας, της λείπει ο αναγκαίος δυναμισμός για το σύνολο των οικονομιών των κρατών-μελών που την αποτελούν.
Για την οικονομία, η Ε.Ε. έχει στη διάθεσή της έτοιμες προτάσεις – την έκθεση Λέτα για την ενιαία αγορά και την έκθεση Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα. Από την ενοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών, έως την έκδοση κοινού χρέους, στο πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, λύσεις υπάρχουν. Ωστόσο οι λύσεις αυτές δεν προωθούνται.
Για την Ελλάδα, μέσα σε αυτό το σκηνικό, η βασική πρόκληση είναι να κρατήσουμε την οικονομία μας όσο περισσότερο προφυλαγμένη γίνεται.
Την ίδια στιγμή, η μεγαλύτερη χώρα της Ε.Ε., η Γερμανία, είναι σε μία ιδιαίτερα ευαίσθητη προεκλογική περίοδο. Και η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα, η Γαλλία, σε μία περίοδο συνεχιζόμενης πολιτικής κρίσης. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα μηνύματα δεν είναι ενθαρρυντικά. Ωστόσο, ήταν ο Ζαν Μονέ ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η Ευρώπη προχωρά μέσω κρίσεων. Ελπίζει λοιπόν κανείς ότι η εκλογή Τραμπ μπορεί να λειτουργήσει για την Ευρώπη ως «ξυπνητήρι» και καταλύτης προς την κατεύθυνση της ανασύνταξης και της επιτάχυνσης στη λήψη κάποιων ουσιαστικών πρωτοβουλιών, πρωτίστως για την ανταγωνιστικότητά της, που είναι και προϋπόθεση για μια ισχυρότερη παρουσία στη διεθνή πολιτική και οικονομική κονίστρα.

Για την Ελλάδα, μέσα σε αυτό το σκηνικό, η βασική πρόκληση είναι να κρατήσουμε την οικονομία μας όσο περισσότερο προφυλαγμένη γίνεται. Είναι γι’ αυτό διπλά σημαντικό να μείνουμε στον δρόμο της δημοσιονομικής σοβαρότητας. Αλλά φυσικά και να τη συνδυάζουμε με φιλοεπενδυτικά μέτρα.
Τα τελευταία 5-6 χρόνια η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο, την οποία, μέσα σε δύσκολους και ταραγμένους καιρούς, πρέπει να διαφυλάξουμε και να ενισχύσουμε. Αυτό επιδιώκουμε με τις πολιτικές μας στο εσωτερικό, στηρίζοντας παράλληλα μια πιο αποτελεσματική Ευρώπη, αλλά και τη στενή συνεργασία μεταξύ Βρυξελλών και Ουάσιγκτον, η οποία είναι προς όφελος και των δύο πλευρών και ακόμη πιο πολύ των νέων ανθρώπων που δικαιούνται να ζήσουν καλύτερα από εμάς!
Ο κ. Κωστής Χατζηδάκης είναι υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

