Εάν οι κυβερνήσεις θέλουν να διατηρήσουν υπό έλεγχο τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και τον πληθωρισμό, πρέπει να βάλουν σε τάξη τα οικονομικά του οίκου τους ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού. Αποτυπώνοντας την αυξανόμενη προσφορά και τη μείωση της ζήτησης για κρατικούς τίτλους, οι αποδόσεις τους έχουν ανέλθει απότομα τα τελευταία χρόνια και ειδικά το 2022. Προσφάτως οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων ενισχύθηκαν περαιτέρω, ενώ ειδικά των βρετανικών ομολόγων φθάνουν σήμερα στο 4,8%, ήτοι 0,3 της ποσοστιαίας μονάδας υψηλότερα από ό,τι μόλις πριν από μία εβδομάδα. Πολλοί εστιάζουν τώρα στη Βρετανία, ειδικά καθώς η πτώση της λίρας έναντι του δολαρίου και του ευρώ υποδηλώνει φυγή κεφαλαίων. Ταυτόχρονα, όμως, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και των χωρών της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν επίσης υψηλότερο κόστος δανεισμού. Οι αποδόσεις, πάντως, δεν βρίσκονται σε ασυνήθιστα επίπεδα. Απλώς επέστρεψαν περίπου εκεί όπου ήταν πριν υποχωρήσουν σε χαμηλότατα επίπεδα από την οικονομική κρίση έως την πανδημία. Εντούτοις, πολλές κυβερνήσεις έχουν συσσωρεύσει σημαντικά μεγαλύτερο χρέος από τότε, άρα το υψηλότερο κόστος δανεισμού καθίσταται ακόμη πιο επώδυνο.
Μέχρι στιγμής η νέα κυβέρνηση των Εργατικών στη Βρετανία δεν έχει εκπληρώσει τις υποσχέσεις της για ανάπτυξη. Στον πρώτο προϋπολογισμό της στα τέλη Οκτωβρίου η υπουργός Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς εστίασε στις αυξήσεις δαπανών, που συνοδεύονταν από αυξήσεις φόρων. Ωστόσο, η συνολική ζήτηση είναι ήδη αρκετά ισχυρή στη χώρα και δεν απαιτεί περαιτέρω ώθηση από τις κρατικές δαπάνες. Ετσι, η υπουργός Οικονομικών θα πρέπει να προσαρμόσει τα δημοσιονομικά σχέδιά της, περικόπτοντας τις φιλοδοξίες της για τις δαπάνες. Η δε Γαλλία χρειάζεται πραγματικά να μειώσει τα υπερβολικά ελλείμματά της, τα οποία πιθανότατα ξεπέρασαν το 6% του ΑΕΠ το 2024. Ωστόσο δεν υπάρχει σαφής πορεία προς αυτόν τον στόχο. Μετά τις πρόωρες εκλογές το κοινοβούλιο χωρίζεται σε περίπου τρεις ισομεγέθεις παρατάξεις, στην Αριστερά, στο Κέντρο και στη Δεξιά. Μέχρι στιγμής δεν κατόρθωσαν να ψηφίσουν τον τακτικό προϋπολογισμό.
Οι αποδόσεις των γαλλικών κρατικών ομολόγων έχουν ξεπεράσει τις ισπανικές από τον Σεπτέμβριο του 2024, αλλά στο 3,4% εξακολουθούν να είναι σημαντικά χαμηλότερες από των ΗΠΑ (4,7%) και του Ηνωμένου Βασιλείου (4,8%). Τέλος, κρίνοντας από τα σχέδια του νέου προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, τα δημοσιονομικά ελλείμματα της χώρας θα παραμείνουν ογκωδέστατα –πιθανότατα πολύ πάνω από το 6% του ΑΕΠ– στο άμεσο μέλλον. Πάντως, κατά την άποψή μας, τα πρόσθετα έσοδα από τους δασμούς δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν τις προτεινόμενες φορολογικές περικοπές.
* Οικονομολόγοι της επενδυτικής τράπεζας Berenberg Bank.

