Η JP Morgan, η μεγαλύτερη τράπεζα της Αμερικής, θέλει να ενισχύσει την παρουσία της στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Λίγο πριν αποχωρήσει από το τιμόνι του κολοσσού, ο διευθύνων σύμβουλος Τζέιμι Ντάιμον σχεδιάζει μία μεγάλη επέκταση που περιλαμβάνει την ανάπτυξη μιας ψηφιακά επικεντρωμένης υπηρεσίας λιανικής τραπεζικής, εκτός των ΗΠΑ.
Με έδρα ένα γραφείο που μοιάζει με διαστημόπλοιο και έχει θέα στον Πύργο Τηλεόρασης του Βερολίνου, η JP Morgan ετοιμάζεται να ξεκινήσει το νέο της εγχείρημα στη Γερμανία –στο τέλος του 2025 ή στις αρχές του 2026– και να επεκταθεί στη συνέχεια σε όλες τις μεγάλες οικονομίες της Γηραιάς Ηπείρου για να δημιουργήσει μια νέα πηγή κέρδους. Η Γερμανία έχει πληθυσμό άνω των 80 εκατ. κατοίκων, μια τεράστια δεξαμενή αποταμιεύσεων και έναν μη κερδοφόρο τραπεζικό τομέα. Η JP Morgan έχει ήδη γραφεία στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 2021, δεν περιορίζεται όμως στην Ευρώπη: στη Βραζιλία κατέχει σχεδόν το ήμισυ της ταχέως αναπτυσσόμενης C6 Bank.
Η JP Morgan Chase είναι ήδη μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας ως προς το ενεργητικό, δανείζει σε μεγάλες εταιρείες, εμπορεύεται τίτλους και διεκπεραιώνει πληρωμές από τη Φρανκφούρτη, όπου στέγασε τις δραστηριότητές της στην Ε.Ε. μετά το Brexit.
Ο ανταγωνισμός με ξένες τράπεζες λιανικής στην έδρα τους είναι ένα πλάνο στο οποίο ο Ντάιμον είχε αντισταθεί αρχικά, πλέον όμως αλλάζει γραμμή πλεύσης καθώς αντίπαλοι όπως οι Citigroup και HSBC εγκαταλείπουν τις πολυετείς προσπάθειες να διαδραματίσουν ρόλο σε τοπικές αγορές σε όλο τον κόσμο. Το μεγάλο στοίχημα είναι ότι το brand της JP Morgan –με τη βοήθεια των 17 δισ. δολαρίων που ξοδεύει στον κλάδο της τεχνολογίας κάθε χρόνο– θα προσελκύσει πελάτες τόσο από παραδοσιακούς δανειστές όσο και από νέες εταιρείες fintech (χρηματοοικονομικής τεχνολογίας).
Το νέο εγχείρημα αναμένεται να ξεκινήσει στο τέλος του 2025 ή στις αρχές του 2026.
Η κατασκευή μιας ψηφιακής τράπεζας από την αρχή απαίτησε περισσότερο χρόνο και ήταν πιο περίπλοκη από ό,τι περίμεναν τα στελέχη της. Εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες ωστόσο ο Ντάιμον έχει μετατρέψει την JP Morgan στη μεγαλύτερη τράπεζα στις ΗΠΑ και μια ισχυρή εταιρεία στον τομέα των συναλλαγών παγκοσμίως. Είναι τόσο μεγάλη όμως στις ΗΠΑ, ειδικά μετά την απορρόφηση της First Republic Bank το 2023, που μπορεί να δυσκολευτεί να αναπτυχθεί περισσότερο. Την ίδια στιγμή, στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει αναπτυχθεί ταχύτερα από ό,τι ανέμενε, συγκεντρώνοντας περισσότερους από δύο εκατ. πελάτες με πάνω από 25 δισ. δολάρια σε καταθέσεις.
Η επέκταση στη Γερμανία θα αξιοποιήσει την εμπειρία από το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η Chase έχει υψηλότερες καταθέσεις ανά πελάτη από τις εταιρείες fintech, σύμφωνα με τη UBS.
Ο ετήσιος προϋπολογισμός ύψους 450 εκατ. δολαρίων του ευρωπαϊκού εγχειρήματος ήταν η κύρια πηγή ανησυχίας μεταξύ στελεχών και αναλυτών. Ενώ και οι μισθοί είναι επίσης μεγάλο κόστος, καθώς η JP Morgan ανταγωνίζεται για προσωπικό με εταιρείες fintech που προσφέρουν ίδια κεφάλαια, λένε αναλυτές. «Αυτό θα μπορούσε να είναι καλό για τους πελάτες, τους υπαλλήλους και τις κοινότητες στην Ευρώπη», τονίζει ο Μάικ Μάγιο, τραπεζικός αναλυτής της Wells Fargo. «Μένει να δούμε όμως αν θα είναι καλό και για τους μετόχους».
Στη Γερμανία, η JP Morgan θα αντιμετωπίσει έντονο ανταγωνισμό από εγχώριους παίκτες όπως η Deutsche Bank και η Commerzbank, δανειστές από το εξωτερικό όπως η ING και νεοφυείς επιχειρήσεις συμπεριλαμβανομένης της N26 Bank. Εκατοντάδες αποταμιευτικές και συνεταιριστικές τράπεζες που υποστηρίζονται από το κράτος λειτουργούν αποτελεσματικά ως μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, πλημμυρίζοντας την αγορά και μειώνοντας την πίτα για όλους, με αποτέλεσμα τα κέρδη στη Γερμανία να είναι χαμηλά σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. «Η JP Morgan είναι ένας τρομερός ανταγωνιστής όπου κι αν πάει», συνοψίζει ο Σάιμον Σάμιουελς, συνιδρυτής της εταιρείας χρηματοοικονομικών συμβούλων Veritum Partners. Και πάλι όμως, στη Γερμανία είναι «πολύ δύσκολο να βγάλεις χρήματα, όποιος κι αν είσαι».

