Σήμερα, εκτός απροόπτου και εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες, πραγματοποιεί το ελληνικό Δημόσιο την πρώτη του έξοδο στις αγορές για το 2025, με ένα νέο 10ετές ομόλογο, και με την επιλογή του timing να οφείλεται αποκλειστικά σε έναν παράγοντα. Αυτός δεν είναι άλλος από τον Ντόναλντ Τραμπ. Η επιστροφή του Αμερικανού προέδρου στον Λευκό Οίκο, με την ορκωμοσία του να αναμένεται στις 20 Ιανουαρίου, σηματοδοτεί την αρχή μιας αρκετά αβέβαιης περιόδου με πολλαπλές επιπτώσεις σε αγορές και οικονομίες, κυρίως στο μέτωπο της πολιτικής για τους δασμούς, και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους προτιμά να «εξασφαλίσει» σημαντικό μέρος των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας για το έτος προτού… ξεδιπλωθεί o «παράγοντας Τραμπ».
Με τη νέα κοινοπρακτική έκδοση, την οποία έχουν αναλάβει να «τρέξουν» οι BofA Securities, Deutsche Bank, Goldman Sachs, Morgan Stanley, Société Générale και Εθνική Τράπεζα, αναμένεται να αντληθούν 2,5 έως 3 δισ. ευρώ, ανάλογα βέβαια και με τη ζήτηση –κάτι που δεν αποκλείει και «εκπλήξεις»–, καλύπτοντας έτσι περίπου το ένα τρίτο του προγράμματος δανεισμού του 2025. Σε αυτό το πλαίσιο ο ΟΔΔΗΧ γνωστοποίησε ότι η δημοπρασία ομολόγων (reopening) που είχε προγραμματιστεί για την Τετάρτη 15 Ιανουαρίου, δεν θα πραγματοποιηθεί. Σημειώνεται πως το ελληνικό Δημόσιο έχει στόχο να αντλήσει έως 8 δισ. ευρώ φέτος, μέσω δύο νέων κοινοπρακτικών εκδόσεων (περίπου 6 δισ. ευρώ) καθώς και προγραμματισμένων επανεκδόσεων υφιστάμενων τίτλων (περίπου 2 δισ. ευρώ).
Tο πλεονέκτημα της χώρας
Οσον αφορά την τιμολόγηση, σίγουρα το νέο 10ετές θα έχει υψηλότερη απόδοση σε σχέση με το 10ετές που εκδόθηκε στις αρχές του 2024 (3,478%), δεδομένου ότι η αγορά ομολόγων προέρχεται και από ένα sell-off τις τελευταίες ημέρες λόγω και του περιορισμού των προσδοκιών για τις μειώσεις των επιτοκίων της Fed. Αλλωστε χθες το 10ετές κινούνταν με απόδοση 3,47%, ενώ το spread έναντι του γερμανικού 10ετούς διαμορφώθηκε στις 88 μονάδες βάσης.
Η ζήτηση αναμένεται ισχυρή, με το επενδυτικό ενδιαφέρον για κρατικά ομόλογα γενικότερα να είναι έντονο και τον φετινό Ιανουάριο, όπως φάνηκε και στις εκδόσεις των «ανταγωνιστών» του ελληνικού Δημοσίου τις προηγούμενες ημέρες, δηλαδή την Ιταλία, την Πορτογαλία καθώς και το Βέλγιο. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει και το πλεονέκτημα του πολύ θετικού μακροοικονομικού story, με την ανάπτυξη να αναμένεται και φέτος να ξεπεράσει αυτή της Ευρωζώνης.
Η διεθνής οικονομία μετά την ορκωμοσία του νέου προέδρου των ΗΠΑ στις 20 Ιανουαρίου μπαίνει σε αχαρτογράφητα νερά.
Οπως σημειώνει σε νέα έκθεση ο οικονομολόγος και assistant director της Moody’s Analytics, Μιχάλης Γραμματικόπουλος, η εστίαση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, στην ψηφιοποίηση της οικονομίας και στην πολιτική σταθερότητα, σε συνδυασμό με την υψηλότερη αύξηση του ΑΕΠ σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τις ισχυρές τουριστικές ροές, έχουν επιτρέψει στην Ελλάδα να διατηρήσει μία ισχυρή δυναμική μετά την COVID-19.
Το spread του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έναντι του γερμανικού ομολόγου παραμένει σταθερό, κάτω από τις 100 μονάδες βάσης και ο αναλυτής αναμένει ότι αυτή η βελτίωση θα διατηρηθεί. «Μια άλλη ιστορική αλλαγή είναι ότι η απόδοση του ιταλικού 10ετούς ομολόγου ήταν, κατά μέσον όρο, 38 μ.β. υψηλότερη από την ελληνική απόδοση από τα μέσα του 2023», όπως τονίζει ο κ. Γραμματικόπουλος.
Πάντως, κατά τον ίδιο, η ελληνική οικονομία είναι ευάλωτη στην αστάθεια στις παγκόσμιες αγορές. Τα υψηλά επίπεδα γεωπολιτικής αναταραχής δημιουργούν σημαντική αβεβαιότητα. Αυτό περιλαμβάνει τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις εντάσεις στη Μέση Ανατολή, τις τριβές Κίνας – Ταϊβάν, την απειλή ενός εμπορικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνας, την πολιτική αστάθεια στη Γερμανία και τη Γαλλία και τους δασμούς Τραμπ.
Ο οίκος αναμένει ότι το ασθενέστερο παγκόσμιο μακροοικονομικό περιβάλλον θα επιβαρύνει την ελληνική ανάπτυξη, κυρίως το 2026. «Ως μια οικονομία βασισμένη στον καταναλωτή που επίσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το διεθνές εμπόριο, η επιτάχυνση των παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων θα μπορούσε εύκολα να εκτροχιάσει την οικονομική ανάπτυξη», όπως προειδοποιεί. Σε αυτό το πλαίσιο, μειώνει τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη της Ελλάδας φέτος στο 2,2% (από 2,3%) και στο 1,6% (από 2%) το 2026.

