Ενώπιον ενδεχόμενης κρίσης χρέους βρίσκεται η Βρετανία, καθώς τις τελευταίες ημέρες το κόστος του δανεισμού της έχει πάρει την ανιούσα, με τις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων να βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα από το 2008 και των 30ετών ομολόγων στα υψηλότερα από την αρχή του 21ου αιώνα. Την ίδια στιγμή η στερλίνα δέχεται συνεχείς πιέσεις και υποχωρεί έναντι όλων των μεγάλων νομισμάτων. Δεδομένου ότι συνήθως η άνοδος των αποδόσεων ενισχύει το νόμισμα της χώρας, ο ασυνήθιστος συνδυασμός των τελευταίων ημερών προδίδει ότι οι επενδυτές έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα της κυβέρνησης να κρατήσει υπό έλεγχο το χρέος της χώρας και να ανακόψει τον πληθωρισμό.
Από την Τετάρτη οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του βρετανικού δημοσίου έχουν σημειώσει άνοδο 14 μονάδων βάσης φτάνοντας στο 4,82%, ενώ η στερλίνα έχει υποχωρήσει κατά 1% έναντι του δολαρίου. Πολλοί έσπευσαν να παραλληλίσουν τη νέα κρίση με εκείνη που γνώρισαν οι βρετανικοί τίτλοι το φθινόπωρο του 2022 εξαιτίας των παράτολμων δημοσιονομικών σχεδίων τής τότε πρωθυπουργού Λιζ Τρας, που σύντομα αναγκάστηκε σε παραίτηση. Κατά άλλους, όμως, η κατάσταση έχει περισσότερες αναλογίες και ομοιότητες με εκείνη του 1976, που οδήγησε την άλλοτε κραταιά Βρετανία στο ΔΝΤ. Ανάμεσά τους ο Μάρτιν Γουίλε, πρώην στέλεχος της επιτροπής νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας, που προειδοποιεί τη νέα κυβέρνηση των Εργατικών ότι αν δεν αλλάξει το κλίμα στην αγορά, ίσως χρειαστεί να καταφύγει σε πολιτική λιτότητας προκειμένου να καθησυχάσει τις αγορές ότι θα αντιμετωπίσει το αυξημένο χρέος της χώρας.
Οπως τονίζει ο Γουίλε, που σήμερα είναι καθηγητής Οικονομικών στο King’s College του Λονδίνου, «μετά το 1976 δεν έχουμε ξαναδεί αυτόν τον τοξικό συνδυασμό ραγδαίας πτώσης της στερλίνας και ανόδου των αποδόσεων του μακροπρόθεσμου χρέους που μας οδήγησε στο ΔΝΤ». Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Bloomberg τόνισε ότι «μέχρι στιγμής δεν έχουμε φτάσει σε τέτοια κατάσταση, αλλά το ενδεχόμενο θα είναι μάλλον ο εφιάλτης της υπουργού Οικονομικών». Το 1976, πριν από σχεδόν μισό αιώνα δηλαδή, η Βρετανία κατέφυγε στην αρωγή του ΔΝΤ, το οποίο της χορήγησε δάνειο ύψους 3,9 δισ. δολ. Αναγκάστηκε, έτσι, να δεχθεί τους σκληρούς όρους λιτότητας που συνοδεύουν τα δάνεια του ΔΝΤ. Την είχε οδηγήσει σε αυτό το σημείο ο συνδυασμός ενός μεγάλου δημοσιονομικού ελλείμματος και ενός μεγάλου εμπορικού ελλείμματος. Ενας συνδυασμός που είναι και πάλι παρών στη Βρετανία, και όχι μόνον τώρα, αλλά εδώ και αρκετά χρόνια.
Οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων του βρετανικού δημοσίου έχουν φτάσει στο 4,82%, ενώ το βρετανικό νόμισμα έχει υποχωρήσει κατά 1% έναντι του δολαρίου.
Το κόστος δανεισμού της Βρετανίας βρίσκεται σε ταχύτατη ανοδική πορεία από την αρχή του νέου έτους και αυξάνεται με ταχύτερους ρυθμούς και από της Γαλλίας, που επίσης βρίσκεται στη δίνη μιας διπλής κρίσης, δημοσιονομικής και πολιτικής. Επίσης, η Βρετανία έχει αυξήσει τον δανεισμό της περισσότερο από τη Γαλλία και έχει υψηλότερο δημόσιο χρέος. Το τρέχον δημοσιονομικό έτος ο δανεισμός της θα φτάσει στο 4,5% του ΑΕΠ, για να μειωθεί στο 3,6% το επόμενο έτος.
Παράγοντες της αγοράς και επενδυτές επισημαίνουν πως εντείνεται η ανησυχία για τη Βρετανία, καθώς περιστρέφεται γύρω από το αν μπορεί η κυβέρνηση των Εργατικών να υλοποιήσει τα δημοσιονομικά της σχέδια που βασίζονται σε υπεραισιόδοξες προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης και αν είναι σε θέση να τιθασεύσει τον πληθωρισμό. Η κρίση της Βρετανίας συμπίπτει χρονικά όχι μόνον με της Γαλλίας, αλλά και με ανάλογη αναταραχή στην αμερικανική αγορά χρέους, καθώς τις προηγούμενες ημέρες οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου έφτασαν στο 5%. Αν και αποκλιμακώθηκαν χθες, είναι σαφές πως η αναταραχή στην αγορά αντανακλά την ανησυχία των επενδυτών για τις προθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ να αυξήσει ανεξέλεγκτα τον δανεισμό της υπερδύναμης και να μειώσει τους φόρους.
Οι τρεις κρίσεις έπονται της εποχής της πανδημίας που υπαγόρευσε την αύξηση του δανεισμού του χρέους και στις τρεις οικονομίες. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το καθαρό χρέος της κυβέρνησης θα υπερβεί το 100% του ΑΕΠ τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Γαλλία, ενώ θα πλησιάσει το ίδιο επίπεδο και στη Βρετανία. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τα δημοσιονομικά ελλείμματα, με τις ΗΠΑ να εκτιμάται ότι θα έχουν έλλειμμα άνω του 7% μέσα στο 2025, ενώ η Γαλλία έχει θέσει στόχο το 5% έως 5,5% για το νέο έτος.
BLOOMBERG, REUTERS

