Τις ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε πως θα δώσει τέλος στο πρόγραμμα επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών του απερχόμενου προέδρου Τζο Μπάιντεν για το κλίμα, το γνωστό ως IRA. Ανεξαρτήτως του εάν θα το κάνει πράξη, έχει δεσμευθεί να επιβραδύνει τη μετάβαση της Αμερικής από τα ορυκτά καύσιμα στην καθαρή ενέργεια. Και ελάχιστοι Αμερικανοί ανησυχούν γι’ αυτό. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν πως μόνο το 24% των ψηφοφόρων θεωρεί ότι το ωφέλησε το εν λόγω πρόγραμμα, το 19% εκτιμά πως είχε αρνητικό αντίκτυπο, ένα ακόμη 24% έχει συγκεχυμένη εικόνα για το θέμα, το 16% δηλώνει πως δεν επηρεάστηκε καθόλου και ένα 17% δεν έχει άποψη.
Εφόσον οι Δημοκρατικοί θέλουν να κερδίσουν ψηφοφόρους με πολιτικές ικανές να αποτρέψουν μια καταστροφική αλλαγή του κλίματος, θα έπρεπε να εφαρμόσουν μέτρα που θα αποφέρουν άμεσα και υλικά οφέλη στην εργατική τάξη. Εν ολίγοις να εφαρμόσουν πολιτική που θα αντιμετωπίσει την κρίση του κόστους διαβίωσης, έναν πράσινο λαϊκισμό δηλαδή. Ακόμη και υπό τον Τραμπ οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν να προωθήσουν μια τέτοια ατζέντα σε πόλεις και πολιτείες. Το πρόγραμμα IRA αποτελεί έναν άγαρμπο συμβιβασμό ανάμεσα σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές, πολιτικές της αγοράς και κυβερνητικό παρεμβατισμό. Εφόσον διαθέτει κρατικά κεφάλαια για φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις, στην πράξη καλεί επιχειρήσεις και πλούσιους καταναλωτές να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στη μετάβαση. Το πρόγραμμα αυτό μαζί με το νομοσχέδιο για τις επενδύσεις σε υποδομές προώθησαν επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σε μπαταρίες και ηλεκτροκίνητα οχήματα αξίας 400 δισ. δολ. Και δημιούργησαν, έτσι, 400.000 θέσεις εργασίας, αριθμός αρκετά μικρός όταν στη χώρα το εργατικό δυναμικό ανέρχεται σε 168 εκατ. άτομα.
Το 2023, ποσοστό μικρότερο του 3% των φορολογουμένων ωφελήθηκε από τα νέα δάνεια που εγκρίθηκαν για την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών και για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στις στέγες. Ακόμη και μεταξύ αυτού του 3% ήταν το πλουσιότερο 25% των νοικοκυριών που επωφελήθηκε από το 66% των μέτρων. Οσα νοικοκυριά έχουν εισόδημα άνω των 100.000 δολ. τον χρόνο έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να αγοράσουν ηλεκτροκίνητα σε σύγκριση με τα χαμηλότερα εισοδήματα. Κι ενώ το πακέτο Μπάιντεν προβλέπει επενδύσεις σε υποβαθμισμένες περιοχές, δεν αντιπροσωπεύουν παρά μια μικροσκοπική μερίδα των δαπανών. Προκειμένου να μειωθεί η μόλυνση γρήγορα και δραστικά, οι αρμόδιοι επιστήμονες συνιστούν αποφασιστική αλλαγή οικονομικού μοντέλου. Και για να διασφαλισθεί η υποστήριξη της κοινής γνώμης στη μετάβαση χρειάζεται ένα είδος πράσινου λαϊκισμού που θα βοηθήσει τους ψηφοφόρους πολύ πιο εύκολα να τα βγάλουν πέρα οικονομικά.

