Οι μελέτες και η κοινή λογική επιβεβαιώνουν ότι η διαφορά τιμών στη Ζώνη του Ευρώ, αλλά και στις χώρες της Ε.Ε., εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες, όπως το κόστος παραγωγής, η δομή του ανταγωνισμού στις εθνικές αγορές λιανικής, τα διαφορετικά φορολογικά καθεστώτα έμμεσων φόρων, το κόστος μεταφοράς και, τέλος, οι συνήθειες των καταναλωτών, η ευαισθητοποίησή τους και ο ακτιβισμός τους.
Επιπρόσθετα, σε εθνικό επίπεδο, τα λειτουργικά κόστη, οι μισθοί, τα έξοδα μάρκετινγκ και το μέγεθος της αγοράς επηρεάζουν επίσης τις τιμές στο ράφι. Αυτό, όμως, που ούτε οι μελέτες ούτε η κοινή λογική μπορούν να κατανοήσουν είναι γιατί οι διαφορές τιμών μεταξύ χωρών υπερβαίνουν κατά πολύ αυτό που δικαιολογούν οι παραπάνω παράγοντες, και ιδιαίτερα: α) γιατί η διαφοροποίηση των τιμών δεν συνδέεται με τα προσωπικά εισοδήματα ούτε επηρεάζεται από αυτά και β) γιατί, για μια σειρά προϊόντων, οι τιμές σε λιγότερο πλούσιες χώρες είναι υψηλότερες από ό,τι σε πλουσιότερες (π.χ. Ελλάδα και Γερμανία).
Οι μέσες τιμές βασικών ειδών διατροφής, νοικοκυριού, υγιεινής (ακόμη και προϊόντων και υπηρεσιών του τραπεζικού τομέα και της αγοράς ενέργειας – θέματα που δεν θα θίξουμε εδώ) παρουσιάζουν αποκλίσεις που θεωρητικά οι κανόνες της ενιαίας αγοράς θα έπρεπε να είχαν εξαλείψει σε μεγάλο βαθμό. Οι ανάλογοι κατευθυντήριοι κανόνες της Ε.Ε. υπάρχουν, αλλά δυστυχώς δεν εφαρμόζονται ομοιόμορφα. Τα κράτη-μέλη τους παραβιάζουν συχνά και η Επιτροπή το ίδιο συχνά τους επιβάλλει κυρώσεις και πρόστιμα. Αυτό είναι το τίμημα που καταβάλλουν οι κυβερνήσεις όταν προστατεύουν τις μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές δομές της αγοράς, που για μια μεγάλη ποικιλία αγαθών παραμένουν άθικτες.
Ενα από τα βασικά εργαλεία που χρησιμοποιούν οι πολυεθνικές εταιρείες είναι η εφαρμογή «εσωτερικών» κανόνων λειτουργίας, των λεγόμενων Γεωγραφικών Περιορισμών Προσφοράς (Territorial Supply Constraints – TSCs). Αναφέρονται σε πρακτικές όπου οι ίδιες οι εταιρείες παραγωγής απαγορεύουν σε λιανοπωλητές και χονδρεμπόρους να αγοράζουν προϊόντα απευθείας από τη μητρική εταιρεία παραγγέλνοντας από έναν ενιαίο (και καθολικό) τιμοκατάλογο. Αντ’ αυτού, οι χώρες κατατάσσονται σε περιφερειακές ενότητες εντός της Ε.Ε. Οι λιανοπωλητές και οι χονδρέμποροι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να συναλλάσσονται με την περιφερειακή θυγατρική της μητρικής εταιρείας. Με αυτόν τον τρόπο εφαρμόζεται το τέχνασμα του «transfer pricing». Αναφέρεται στην τιμή που χρεώνει ένα «τμήμα» μιας πολυεθνικής επιχείρησης σε ένα άλλο «τμήμα» της ίδιας εταιρείας που έχει οριστεί για την παροχή αγαθών σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ή χώρα. Για να κρύψουν αυτό που συμβαίνει, οι κύριες εμπορικές ονομασίες (largest brand names) που κυριαρχούν στις διάφορες αγορές αγαθών συχνά διαφοροποιούν εν μέρει τη σύνθεση και τη συσκευασία των προϊόντων τους ισχυριζόμενες ότι, με αυτόν τον τρόπο, ανταποκρίνονται καλύτερα στις εθνικές ανάγκες και συμμορφώνονται με εθνικούς κανονισμούς που μπορεί να διαφοροποιούνται από τις κοινοτικές οδηγίες.
Στην πράξη, η εφοδιαστική αλυσίδα από τον αρχικό παραγωγό στον καταναλωτή, αντί για ευθεία γραμμή, αποκτά το σχήμα τριγώνου, στην καλύτερη περίπτωση. Οι συναλλαγές μεταξύ διαφόρων οντοτήτων που ανήκουν στην ίδια μητρική/παραγωγική εταιρεία δεν είναι εύκολο να καταγγελθούν ως παράνομες ή καταχρηστικές βάσει του ισχύοντος επιχειρηματικού και νομικού πλαισίου. Ως αποτέλεσμα, κάθε συναλλαγή προσθέτει ένα ποσοστό (περιθώριο) κέρδους στην τιμή του προϊόντος με τη μεταφορά του από τη μια οντότητα στην άλλη. Αυτή η πρακτική αποκαλύπτει δύο εγγενείς αδυναμίες: α) οι ρυθμιστικοί φορείς των κρατών-μελών είναι αναποτελεσματικοί, υποστελεχωμένοι και συχνά διεφθαρμένοι, β) το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ε.Ε. δεν υιοθετείται καθολικά και δεν εφαρμόζεται αυστηρά από τα κράτη-μέλη. Αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί οι ιδιώτες επιχειρηματίες είναι τόσο καινοτόμοι ενώ οι ρυθμιστικές αρχές είναι τόσο ανίκανες.
Τέτοιες πρακτικές δεν είναι σποραδικές. Είναι ο κανόνας. Ως αποτέλεσμα, εξουδετερώνουν σε μεγάλο βαθμό τους μηχανισμούς της αγοράς γενικά και τον ανταγωνισμό ειδικότερα. Μια πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπολόγισε ότι οι γεωγραφικοί περιορισμοί εφοδιασμού κοστίζουν στους καταναλωτές 14 δισ. ευρώ ετησίως. Η πρακτική αυτή μπορεί να δείξει ένα ακόμη πιο σκληρό πρόσωπο περιορίζοντας τις ποσότητες που είναι διαθέσιμες στις εθνικές αγορές και δημιουργώντας έτσι τεχνητή έλλειψη στην αγορά. Αυτή είναι μια κοινή πρακτική, ιδιαίτερα με τα φαρμακευτικά προϊόντα.
Οι γεωγραφικοί περιορισμοί εφοδιασμού κοστίζουν στους καταναλωτές 14 δισ. ευρώ ετησίως, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Κομισιόν.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωρίζει το πρόβλημα και προσπαθεί να περιορίσει την άδικη τιμολόγηση των πολυεθνικών και τον περιφερειακό κατακερματισμό της ευρωπαϊκής αγοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απόφαση της Επιτροπής το 2024 να επιβάλει στην αμερικανική εταιρεία παραγωγής σοκολάτας και μπισκότων Mondelēz International, Inc. πρόστιμο 337,5 εκατ. ευρώ. Υπάρχουν εκατοντάδες άλλες πολυεθνικές που παραβιάζουν τους κανόνες ανταγωνισμού για τις οποίες δεν έχουμε ακούσει κάτι. Η αδυναμία της Επιτροπής να επιλύσει αποτελεσματικά αυτό το πρόβλημα οδήγησε πρόσφατα επτά χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας (Βέλγιο, Κροατία, Τσεχία, Δανία, Λουξεμβούργο και Σλοβακία), να συνυπογράψουν την πρωτοβουλία της Ολλανδίας και να απαιτήσουν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λάβει οριζόντια και εφαρμόσιμα μέτρα κατά των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών για τη διασφάλιση της ομοιομορφίας των τιμών στις χώρες-μέλη.
Η «Καθημερινή», στο κυριακάτικο φύλλο της, παρουσιάζει δειγματοληπτικά σε εβδομαδιαία βάση το «καλάθι» της με 15 βασικά είδη τροφίμων, φροντίδας του σώματος και νοικοκυριού. Οι αποκλίσεις μεταξύ πέντε χωρών (Ελλάδα, Γερμανία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ρουμανία) μπορούν να θεωρηθούν σχεδόν οριακές, κυμαινόμενες μεταξύ 58 και 68 ευρώ. Το μέγεθος του προβλήματος παρουσιάζεται στις πραγματικές διαστάσεις του αν λάβουμε υπόψη ότι ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός ανά εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης για το 2023 ήταν 17.000 ευρώ για την Ελλάδα, 50.000 για τη Γερμανία, 38.000 για την Ισπανία, 24.000 για την Πορτογαλία και 17.500 για τη Ρουμανία. Ο μέσος όρος για την Ε.Ε. ήταν 39.000 ευρώ. Η δειγματοληπτική αναφορά της «Καθημερινής» συνάδει απόλυτα με τις εμπεριστατωμένες μελέτες της Ε.Ε., αλλά και ανάλογες του ΟΑΣΑ, της ΕΚΤ και της Τράπεζας της Ελλάδος. Τηρουμένων των αναλογιών, τα συμπεράσματα είναι σαφή και στατιστικά τεκμηριωμένα. «Τις πταίει», λοιπόν; Είναι απόλυτα λογικό να υποθέσουμε ότι η συχνά επαινούμενη κοινή και ενιαία αγορά δεν είναι ούτε κοινή ούτε ενιαία. Αυτό αποτελεί κρίσιμο λάθος και αποτυχία των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. Το 1990 η Επιτροπή διακήρυξε την αρχή «Μία αγορά, ένα χρήμα». Τόνισε ότι «χωρίς έναν απολύτως διαφανή και ασφαλή κανόνα δικαίου, τον νόμο της μιας τιμής για εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, τον οποίο μπορεί να προσφέρει μόνο ένα ενιαίο νόμισμα, είναι αδύνατο να αναμένεται ότι η ενιαία αγορά θα αποφέρει όλα τα οφέλη της – στατικά και δυναμικά». Οταν εισήχθη το ενιαίο νόμισμα το 2002, η ΕΚΤ τόνισε στο Μηνιαίο Δελτίο της ότι «η εισαγωγή των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ θα μειώσει περαιτέρω το κόστος συναλλαγών και θα αυξήσει τη διασυνοριακή διαφάνεια των τιμών. Με τη σειρά του, αυτό θα αυξήσει τη δύναμη του ανταγωνισμού και, με την πάροδο του χρόνου, θα μειώσει τη διασπορά του επιπέδου των τιμών στη Ζώνη του Ευρώ».
Νομίζω ότι η απάντηση είναι τόσο σαφής όσο και η ερώτηση «τις πταίει».
*Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

