Το τεκμαρτό εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες αμφισβητείται μόνο για τους αντικειμενικούς λόγους που προβλέπονται στον νόμο. Η ΔΕΔ κλήθηκε πρόσφατα να εξετάσει δύο προσφυγές φορολογουμένων που αμφισβητούσαν το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Στην πρώτη εξ αυτών, ο προσφεύγων επικαλείται παραβίαση των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, αμφισβητώντας τη μεθοδολογία υπολογισμού του τεκμαρτού εισοδήματος. Στη δεύτερη υπόθεση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, λόγω της περιορισμένης δραστηριότητάς της, το πραγματικό εισόδημά της είναι χαμηλό και ότι στηρίζεται οικονομικά από τρίτους, χαρακτηρίζοντας το τεκμαρτό εισόδημα υπερβολικό και αβάσιμο. Η φορολογική διοίκηση απέρριψε και τις δύο προσφυγές, κρίνοντας ότι οι λόγοι που επικαλούνται οι φορολογούμενοι δεν εμπίπτουν στις ειδικές περιπτώσεις αντικειμενικής αμφισβήτησης που προβλέπονται στον κώδικα φορολογίας εισοδήματος. Ειδικότερα, οι ισχυρισμοί περί παραβίασης συνταγματικών αρχών και περιορισμένης δραστηριότητας δεν τεκμηριώνονται επαρκώς με αποδεικτικά στοιχεία ή αντικειμενικές περιστάσεις, όπως νοσηλεία, φυσικές καταστροφές ή ανωτέρα βία. Παράλληλα, η διοίκηση αντέκρουσε ότι εφαρμόζει τις διατάξεις για τον καθορισμό τεκμηρίων εισοδήματος με βάση θεσμοθετημένους συντελεστές και διαδικασίες, δίνοντας έμφαση στη συμμόρφωση με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και στην ισχύ των τεκμηρίων ως μέσου φορολογικής διαφάνειας (ΔΕΔ 3022/2024, ΔΕΔ 3027/2024).
Δεκαετής και όχι δεκαπενταετής η παραγραφή για επιβολή φόρου κληρονομιάς όταν έχει υποβληθεί δήλωση, έστω και ανακριβής. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορά τη διάρκεια της παραγραφής για την επιβολή φόρου κληρονομιάς όταν η δήλωση είναι ανακριβής ή μη υποβληθείσα. Σύμφωνα με τον νόμο, η παραγραφή για ανακριβή δήλωση είναι δεκαετής, ενώ για μη υποβολή δήλωσης είναι δεκαπενταετής. Στην περίπτωση αυτή, οι αιτούντες είχαν υποβάλει ανακριβείς δηλώσεις και το εφετείο είχε δεχθεί ότι η παραγραφή έπρεπε να είναι δεκαπενταετής, θεωρώντας τις συμπληρωματικές δηλώσεις ως παράλειψη δήλωσης. Ωστόσο, το ΣτΕ έκρινε ότι η παραγραφή έπρεπε να είναι δεκαετής, επισημαίνοντας ότι μια χωρίς νομοθετικό έρεισμα ερμηνεία θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Η δήλωση, ακόμη και αν είναι ανακριβής, θεωρείται υποβληθείσα. Ετσι, το ΣτΕ αναίρεσε την απόφαση του διοικητικού εφετείου και ακύρωσε την πράξη επιβολής φόρου και προστίμου (ΣτΕ 1452/2024).
Tόκοι οφείλονται μέχρι την ημερομηνία ειδοποίησης του φορολογουμένου για την επιστροφή του φόρου ή αλλιώς μέχρι την ημερομηνία επιστροφής του. Συγκεκριμένα, η τράπεζα υπέβαλε αίτηση προς επιστροφή φόρου, που είχε παρακρατηθεί αχρεωστήτως, και ζήτησε την καταβολή τόκων για την καθυστέρηση της επιστροφής. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι η τράπεζα δικαιούται τόκους για το ποσό αυτό, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης έως την ημερομηνία ειδοποίησης για την επιστροφή. Η ΑΑΔΕ υπέβαλε αίτηση αναίρεσης, υποστηρίζοντας ότι οι τόκοι έπρεπε να υπολογιστούν μόνο αν η επιστροφή ολοκληρωνόταν μετά την παρέλευση 90 ημερών από την αίτηση, και όχι από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Η τραπεζική ανώνυμη εταιρεία, προσβάλλοντας την ως άνω απόφαση, υποστήριξε ότι τόκοι οφείλονται μέχρι την ημερομηνία ειδοποίησης για την πραγματική καταβολή του επιστρεφόμενου φόρου και όχι μέχρι την ημερομηνία που επιδίδεται η πράξη επιστροφής του φόρου, καθώς η επίδοση της ειδοποίησης δεν συνεπάγεται την άμεση επιστροφή του. Το ΣτΕ, απορρίπτοντας την αίτηση αναίρεσης της ΑΑΔΕ και δεχόμενο αυτήν της τραπεζικής εταιρείας, έκρινε ότι τόκοι οφείλονται για όσο διάστημα διαρκεί η στέρηση της περιουσίας από την οποία απορρέει η αξίωση καταβολής αυτών (ΣτΕ 734/2024).
Ως τεχνητή διευθέτηση κρίθηκαν από τη ΔΕΔ επιχειρηματικά σχέδια εταιρείας στη Βουλγαρία. Η απόφαση αφορούσε την ενδικοφανή προσφυγή της εταιρείας κατά των προστίμων που επιβλήθηκαν λόγω μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων για πώληση αγαθών και διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος. Η κρίση στηρίχθηκε στην ελληνική νομοθεσία, που ορίζει ότι διευθετήσεις με σκοπό την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος θεωρούνται τεχνητές και μη γνήσιες. Η προσφυγή της εταιρείας στηρίχθηκε στην άποψη ότι η δραστηριότητά της δεν συνιστούσε φοροαποφυγή και ότι οι φορολογικές ενέργειες ήταν νόμιμες, καθώς καταβάλλει φόρους στη Βουλγαρία. Ωστόσο, η ΔΕΔ απέρριψε την προσφυγή, διότι κατά τη διάρκεια του ελέγχου εκτιμήθηκε ότι αποσκοπούσε μόνο στην αποφυγή της φορολόγησης στην Ελλάδα μέσω της μεταφοράς της δραστηριότητας σε μια χώρα με ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα αυτή (ΔΕΔ 1989/2022).
Πηγή: Grant Thornton

