Η Γερμανία άνοιξε τις πύλες της στους μετανάστες, δυσκολεύεται ωστόσο να τους ενσωματώσει, την ώρα που η οικονομία της χρειάζεται απελπισμένα νέους εργαζομένους. Πριν από δέκα χρόνια, η πόλη Σουλ στην κεντρική Γερμανία γερνούσε, ερήμωνε γρήγορα και ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου λευκή. Σήμερα, ο πληθυσμός της έχει σταθεροποιηθεί, είναι νεότερος και περιλαμβάνει κατοίκους από 92 χώρες, αλλαγή που για κάποιους ήταν ευπρόσδεκτη, για άλλους όμως ήρθε πολύ γρήγορα. Τον Μάιο, ο συντηρητικός δήμαρχος Αντρέ Κναπ επανεξελέγη με 82%, επικρίνοντας τους μετανάστες για την αύξηση της εγκληματικότητας. Τον Σεπτέμβριο, η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) που υποστηρίζει τις μαζικές απελάσεις, κέρδισε τις πρώτες της πολιτειακές εκλογές στη Θουριγγία, όπου βρίσκεται η Σουλ.
Πολλές δυτικές χώρες επανεξετάζουν τις μεταναστευτικές τους πολιτικές, παρά το γεγονός ότι παλεύουν με τις επιπτώσεις του χαμηλού ποσοστού γεννήσεων και της γήρανσης του πληθυσμού. Ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έκανε τον περιορισμό της μετανάστευσης και τις μαζικές απελάσεις «σημαία» της εκστρατείας του. Χώρες όπως ο Καναδάς, η Σουηδία, η Δανία και η Ολλανδία υιοθέτησαν αυστηρότερους ελέγχους, επικαλούμενες το κόστος ζωής και την ασφάλεια. Στην Αυστρία, το αντιμεταναστευτικό «Κόμμα Ελευθερίας» κέρδισε τις εκλογές τον Οκτώβριο. Τον ίδιο μήνα, η Πολωνία δήλωσε ότι θα απαγορεύσει την είσοδο σε αιτούντες άσυλο και θα αυστηροποιήσει την πολιτική βίζας.
Η Γερμανία υπήρξε εδώ και καιρό ένα από τα πιο φιλόξενα έθνη στον κόσμο για τους μετανάστες. Τη δεκαετία 2013-2023, 6,43 εκατ. περισσότεροι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία από ό,τι έφυγαν, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας – στη μεγαλύτερη εισροή από οποιαδήποτε χώρα εκτός των ΗΠΑ. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η μετανάστευση παραμένει κορυφαίο ζήτημα για τους ψηφοφόρους ενόψει των πρόωρων εκλογών τον Φεβρουάριο, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη επίθεση ενός Σαουδάραβα στο Μαγδεμβούργο. Η Γερμανία είναι ο πιο δημοφιλής προορισμός στην Ε.Ε. για τους πρόσφυγες, αντιπροσωπεύοντας το 1/3 των αιτήσεων ασύλου στο μπλοκ. Από την προσφυγική κρίση του 2015, όταν εκατοντάδες χιλιάδες εισήλθαν στην Ευρώπη, η Γερμανία έχει δεχτεί 2,4 εκατ. αιτούντες άσυλο, αριθμό διπλάσιο από τον πληθυσμό του Μονάχου.
Η Γερμανία υπήρξε εδώ και καιρό ένα από τα πιο φιλόξενα έθνη στον κόσμο για τους μετανάστες.
Οι μετανάστες αποτελούσαν το 18,8% του πληθυσμού στη Γερμανία το 2021, σε σύγκριση με το 15,3% στις ΗΠΑ το ίδιο έτος, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Εθνη. Στη Γερμανία, το 42% των ατόμων κάτω των 15 ετών ήταν είτε γεννημένοι στο εξωτερικό είτε είχαν τουλάχιστον έναν ξένο γονέα, όπως και το 37% των ατόμων ηλικίας 15 έως 24, σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία για το 2022. Η χώρα, η οποία δεν έχει ιστορικό μαζικής μετανάστευσης και διαθέτει περιορισμένη εμπειρία ενσωμάτωσης ανθρώπων από άλλους πολιτισμούς, μετατρέπεται έτσι σε «case study» των προκλήσεων που μπορεί να προκύψουν όταν η μετανάστευση ξεπερνάει την ικανότητα υποδοχής μιας κοινωνίας.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η γερμανική οικονομία, η οποία έχει μείνει στάσιμη από το 2019, έχει μεγάλη ανάγκη από μετανάστες. Η Γερμανία ήταν μεταξύ των πρώτων χωρών στην Ευρώπη που είδαν τα ποσοστά γονιμότητας να καταρρέουν τη δεκαετία του 1970. Τώρα, καθώς οι baby boomers συνταξιοδοτούνται, το οικονομικό βάρος των αυξανόμενων συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών δαπανών τους θα βαρύνει λιγότερους εργαζόμενους. Πολλοί τομείς, από τη μηχανική μέχρι την υγεία και τη φιλοξενία, εξακολουθούν να διαμαρτύρονται για έλλειψη εργατικού δυναμικού. Μια μελέτη φέτος από το Ιδρυμα Bertelsmann διαπίστωσε ότι η Γερμανία θα χρειαζόταν από 288.000 έως 368.000 μετανάστες κάθε χρόνο από τώρα έως το 2040 μόνο για να διατηρήσει το μέγεθος του εργατικού δυναμικού της.
Η χώρα ωστόσο δεν είχε μεγάλη επιτυχία στην ενσωμάτωση ξένων στην αγορά εργασίας της. Το ποσοστό ανεργίας για τους αλλοδαπούς πέρυσι ήταν 14,7%, έναντι 5% για τους Γερμανούς πολίτες. Επιπλέον, οι ξένοι δεν επιτρέπεται να εργαστούν μέχρι να θεωρηθούν επίσημα πρόσφυγες, κάτι που μπορεί να πάρει μήνες ή και χρόνια. Ωστόσο δικαιούνται επιδόματα εκατοντάδων ή χιλιάδων ευρώ τον μήνα – τα οποία κόστισαν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση 29,7 δισ. ευρώ το 2023, σύμφωνα με την ερευνητική εταιρεία Statista. Η μετανάστευση ήταν ένα από τα ζητήματα που δίχασαν τον κυβερνητικό συνασπισμό που κατέρρευσε τον Νοέμβριο, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι το κεντροδεξιό CDU είναι φαβορί για να κερδίσει τις εκλογές του Φεβρουαρίου και το ξενοφοβικό AfD στη δεύτερη θέση.

