Eως 8 δισ. ευρώ θα αντλήσει από τις αγορές το ελληνικό Δημόσιο το 2025, πολύ λιγότερα από τις δανειακές ανάγκες, χάρη στα κεφάλαια που θα συνεχίσουν να εισρέουν στην οικονομία αλλά και τη στοχευμένη χρήση των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων για τη μείωση του χρέους. Το 70%-80% της εκδοτικής δραστηριότητας θα καλυφθεί μέσω δύο νέων κοινοπρακτικών εκδόσεων –με ένα νέο 10ετές να είναι βέβαιο και να αναμένεται, πιθανότατα, στις αρχές του έτους– και το υπόλοιπο μέσω προγραμματισμένων επανεκδόσεων υφισταμένων τίτλων, ύψους περίπου 2 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη στρατηγική χρηματοδότησης που δημοσίευσε ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, οι δανειακές ανάγκες της χώρας για το 2025 διαμορφώνονται στα 15,283 δισ. ευρώ. Τα 5,540 δισ. ευρώ εξ αυτών αφορούν χρεολύσια, τα 4,75 δισ. ευρώ πληρωμές τόκων, τα 5,29 δισ. ευρώ πρόωρες αποπληρωμές στις οποίες θα προχωρήσει το ελληνικό Δημόσιο –όπως οι περαιτέρω πρόωρες πληρωμές δόσεων των διμερών δανείων GLF– και τα 5,496 δισ. ευρώ αφορούν άλλες υποχρεώσεις, τη στιγμή που το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στα 5,973 ευρώ.
Το «κενό» των 7,283 δισ. ευρώ (έπειτα από τα 8 δισ. ευρώ που θα αντληθούν από τις αγορές) θα καλυφθεί από μέρος των εισροών από το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς και από άλλες εισροές κεφαλαίων της Ε.Ε., τα οποία τοποθετούνται στα 3,027 δισ. ευρώ, από εισπράξεις από μετοχικές και επενδυτικές συμμετοχές ύψους 0,564 δισ. ευρώ και από τη χρήση 3,692 δισ. ευρώ από τα ταμειακά διαθέσιμα, ενώ το χρέος αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 197 εκατ. ευρώ.
Ετσι, τα ταμειακά διαθέσιμα από περίπου 33 δισ. ευρώ στα τέλη του 2024, τα οποία καλύπτουν άνετα τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες των επόμενων τριών ετών και θα συνεχίσουν να παρέχουν σημαντικό «μαξιλάρι» ασφαλείας έναντι ενδεχόμενων κινδύνων αναχρηματοδότησης και επιτοκίων μεσοπρόθεσμα, στο τέλος του 2025 θα κινηθούν κοντά στα 28 δισ. ευρώ ή και χαμηλότερα.
Το 70%-80% της εκδοτικής δραστηριότητας θα καλυφθεί μέσω δύο νέων κοινοπρακτικών εκδόσεων – με ένα νέο 10ετές να είναι βέβαιο.
Δεδομένης της υπεραπόδοσης του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού, της ευνοϊκής δομής του χαρτοφυλακίου ελληνικού δημοσίου χρέους, των πολύ χαμηλών χρεολυσίων και ετήσιων πληρωμών τόκων, της μηδενικής έκθεσης σε συναλλαγματικό και επιτοκιακό κίνδυνο κ.λπ., το πιο δύσκολο μέρος της δουλειάς του ΟΔΔΗΧ για το επόμενο έτος, αλλά και για τα επόμενα χρόνια, είναι να βρει χώρο για εκδοτική δραστηριότητα, όπως έχει πει και ο Δημήτρης Τσάκωνας, γενικός διευθυντής του ΟΔΔΗΧ.
Ωστόσο, η Ελλάδα πρέπει να διατηρήσει μια ρευστή καμπύλη αποδόσεων, επομένως ο ΟΔΔΗΧ πρέπει να έχει συνεχή πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές και διάλογο με τους επενδυτές. Στο πλαίσιο αυτό θα προχωρήσει το 2025 σε άλλη μια πρόωρη αποπληρωμή των GLF ύψους άνω των 5 δισ. ευρώ. Αυτό παρέχει χώρο για χρηματοδοτική δραστηριότητα, αντικαθιστώντας το «μη εμπορεύσιμο χρέος» του επίσημου τομέα με νέα ελληνικά ομόλογα είτε με την εισαγωγή νέων εκδόσεων με νέες διάρκειες είτε με την αύξηση της ρευστότητας σε προηγούμενες εκδόσεις μέσω δημοπρασιών οι οποίες θα ξεκινήσουν στις 15 Ιανουαρίου και θα γίνονται σε μηνιαία βάση όλο τον χρόνο (εκτός Αυγούστου και Δεκεμβρίου).
Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα κινηθούν σημαντικά κάτω του 10% του ΑΕΠ και στο 6,1% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο σε όλο το μήκος του προβλεπόμενου ορίζοντα, δηλαδή έως το 2070, από 11% του ΑΕΠ φέτος και περίπου 8% το 2025. Παράλληλα, εκτιμάται πως το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους (ετήσιο μεσοσταθμικό επιτόκιο) θα κινηθεί στο 1,5% το 2025 και θα διατηρηθεί σε αυτό το επίπεδο και το 2026, ενώ θα αυξηθεί στο 3,06% κατά μέσον όρο από το 2027 και μετά (έως το 2070).
Παράλληλα, τα πρωτογενή πλεονάσματα αναμένεται να κινηθούν στο 2,9% του ΑΕΠ το 2025, στο 3,2% το 2026 και στο 2,1% στη συνέχεια, ενώ σε ένα πολύ συντηρητικό σενάριο όπου η ανάπτυξη από το 2027 και μετά κινείται στο πολύ χαμηλό 0,4-0,8% αντί του 1,1%-1,5% που προβλέπεται επί του παρόντος, τα πλεονάσματα θα κινηθούν στο 2,4% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο. Τέλος, ο δείκτης χρέους εκτιμάται ότι το 2032 θα έχει υποχωρήσει στο 120% του ΑΕΠ, το 2037 στο 100% και θα φτάσει στο 60% το 2051, ενώ το 2025 θα διαμορφωθεί στο 146,8% (από 153,1% φέτος).
Η Moody’s
Η περιορισμένη και μελετημένη εκδοτική παρουσία της Ελλάδας στις αγορές το 2025 αναμένεται, σύμφωνα με αναλυτές, να δημιουργήσει ισχυρή ζήτηση για τα ελληνικά ομόλογα, ενώ μια θετική ετυμηγορία από τον οίκο Moody’s και η απόδοση της επενδυτικής βαθμίδας εκτιμάται πως θα οδηγήσει σε πρόσθετη ζήτηση ύψους 3-5 δισ. ευρώ. Σημειώνεται πως ο οίκος αναμένεται να δημοσιοποιήσει την πρώτη του αξιολόγηση για την Ελλάδα για το 2025 στις 14 Μαρτίου και τη δεύτερη στις 19 Σεπτεμβρίου. Οπως έχει σημειώσει ο επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ, Δημήτρης Τσάκωνας, το investment grade από τη Moody’s και κυρίως το γεγονός ότι τα ελληνικά ομόλογα θα «σπανίζουν» στην αγορά (scarcity), μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω αποκλιμάκωση του ελληνικού spread κατά 10-30 μονάδες βάσης ή και περισσότερο. Ηδη το ελληνικό spread έχει μειωθεί σημαντικά και διαμορφώνεται στις 85 μονάδες βάσης (από τις 132 μ.β. που ήταν το υψηλό έτους τον Ιούνιο), πολύ κοντά στο γαλλικό (82 μ.β.) και μόλις 15 μ.β. υψηλότερα από το ισπανικό spread (70 μ.β.).

