Επανέρχεται η Τράπεζα της Ελλάδος στο αίτημα επανεξέτασης του πλαισίου των φορολογικών απαλλαγών, ώστε «να υπάρξει καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής, αλλά και αύξηση της φορολογικής δικαιοσύνης». Στην ενδιάμεση έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική μπαίνει επίσης –στο πλαίσιο των προτάσεων πολιτικής– το θέμα της περαιτέρω διεύρυνσης της φορολογικής βάσης μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. «Εξορθολογισμός δημοσίων δαπανών και διεύρυνση φορολογικής βάσης μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής θα δημιουργήσουν τον δημοσιονομικό χώρο που θα επιτρέψει τη σταδιακή εφαρμογή ευρύτερων φορολογικών μεταρρυθμίσεων, με σκοπό την παροχή φορολογικών ελαφρύνσεων και την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, χωρίς να διαταράσσεται η δημοσιονομική ισορροπία», επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Η ΤτΕ, καταθέτοντας τις δικές της προτάσεις πολιτικής, επισημαίνει ότι «τα πρόσφατα μέτρα που θεσπίστηκαν προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης, όπως η ενισχυμένη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ επιχειρήσεων και ΑΑΔΕ για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της διασύνδεσης ταμειακών μηχανών και POS, καθώς και η τεκμαρτή φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, έχουν αποδώσει καρπούς. Επιτακτικά αναγκαία κρίνεται η ολοκλήρωση δράσεων που στοχεύουν στην περιστολή της φοροδιαφυγής και έχουν ήδη δρομολογηθεί, όπως η επέκταση της υποχρεωτικής αποδοχής ηλεκτρονικών πληρωμών στη λιανική, η υποχρεωτική εφαρμογή του ψηφιακού δελτίου αποστολής διακινούμενων προϊόντων και η πλήρης λειτουργία της πλατφόρμας myData. Αυτές οι παρεμβάσεις μπορούν να έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα αν συμπληρωθούν με φορολογικά κίνητρα για τους καταναλωτές, ώστε να αποτρέπεται η απόκρυψη συναλλαγών σε τομείς με υψηλή φοροδιαφυγή».
Οσον αφορά τις υπόλοιπες προτάσεις, η ΤτΕ επισημαίνει:
1. Η προσπάθεια για δημοσιονομική υπευθυνότητα πρέπει να διατηρηθεί και να ενταθεί στο μέλλον, καθώς η διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων θα καθίσταται πιο δύσκολη μακροπρόθεσμα, λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας και της σταδιακής εξάλειψης της θετικής επίδρασης του πληθωρισμού στα δημοσιονομικά μεγέθη. «Δεδομένης της αυξημένης αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την τρέχουσα συγκυρία, εξαιτίας πρωτίστως της γεωπολιτικής αβεβαιότητας και της κλιματικής κρίσης και λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική και η ευρωπαϊκή οικονομία (δημογραφικές, μεταναστευτικές κ.ά.), ο μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να δίνει μεγαλύτερη προσοχή στην εκτίμηση των κινδύνων και στη σταδιακή συσσώρευση επαρκών αποθεμάτων. Αυτό θα εξασφαλίσει διαθέσιμους πόρους για τη στήριξη της οικονομίας κατά τη διάρκεια κρίσεων, χωρίς να διακυβεύεται η βιωσιμότητα του χρέους.
2. Ενα πλαίσιο βασισμένο στη διαχείριση κινδύνων πρέπει να ενθαρρύνει τη δημιουργία αποθεμάτων όταν η οικονομική συγκυρία είναι ευνοϊκή, ακόμη και όταν δεν διαφαίνονται άμεσα κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους, επιδιώκοντας φιλόδοξους στόχους δημοσιονομικής προσαρμογής, αποφεύγοντας όμως την προκυκλικότητα. Προς αυτή την κατεύθυνση εκτιμάται ότι απαιτείται κυκλικά διορθωμένο πρωτογενές πλεόνασμα ύψους άνω του 2% του ΑΕΠ ετησίως, προκειμένου να δημιουργηθεί το αναγκαίο δημοσιονομικό απόθεμα ασφαλείας.
Οι προτάσεις για καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και συσσώρευση επαρκών δημοσιονομικών αποθεμάτων.
3. Το αναθεωρημένο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης απαιτεί τον έλεγχο των δημοσίων δαπανών, οι οποίες δεν πρέπει να υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο όριο. Ο κανόνας των δαπανών καθίσταται πλέον το κεντρικό μέσο παρακολούθησης και συμμόρφωσης με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες. Ως εκ τούτου, η χρήση τυχόν πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου υπόκειται σε σημαντικούς περιορισμούς, καθώς αυτός θα πρέπει να χρησιμοποιείται για τη μείωση του δημοσίου χρέους. Παράλληλα, έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα στην πλευρά των δαπανών θα πρέπει να χρηματοδοτούνται από ενεργητικά μέτρα στην πλευρά των εσόδων.
4. Τυχόν υψηλότεροι μεσοπρόθεσμοι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ θα οδηγήσουν σε βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, μειώνοντας κατ’ επέκταση τις ανάγκες προσαρμογής για την ικανοποίηση των κριτηρίων βιωσιμότητας του νέου δημοσιονομικού πλαισίου. Ως εκ τούτου, η δημιουργία μεγαλύτερου δημοσιονομικού χώρου μπορεί να αξιοποιηθεί είτε για αύξηση δαπανών είτε για φορολογικές μεταρρυθμίσεις που θα μειώσουν το φορολογικό βάρος.
5. Σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικών περιορισμών, η επισκόπηση των δημοσίων δαπανών (spending reviews) προσφέρει σημαντικά οφέλη, καθώς επιτρέπει την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας των κρατικών δαπανών, διασφαλίζοντας ότι οι διαθέσιμοι πόροι χρησιμοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μέσω αυτής της διαδικασίας είναι δυνατός ο εντοπισμός τομέων σπατάλης ή μη βέλτιστης χρήσης κονδυλίων, γεγονός που συμβάλλει στην καλύτερη κατανομή των δημοσίων πόρων.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,3% το 2024, να επιταχυνθεί στο 2,5% το 2025 και να υποχωρήσει ελαφρά στο 2,3% το 2026 και στο 2% το 2027. Η βασικότερη συνιστώσα της οικονομικής μεγέθυνσης εκτιμάται ότι θα είναι η κατανάλωση, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά.

