«Η Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί στην κρίση και θα αποβεί το άθροισμα των λύσεων που θα επιλεγούν υπό τις συνθήκες αυτές». Αυτό είπε ο ιδρυτής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, Ζαν Μονέ, το 1967, ενώ σε λίγες ημέρες, το 2025, ένα σημείο ανάφλεξης ασφαλείας στα ανατολικά σύνορα της Ε.Ε., σε συνδυασμό με την επ’ αυτού απραξία των ΗΠΑ, ίσως υποχρέωνε τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. να λάβουν μια ρηξικέλευθη απόφαση και να χρησιμοποιήσουν ένα βασικό εργαλείο εκτάκτου ανάγκης, το από κοινού εκδοθέν χρέος. Το μεγαλύτερο εμπόδιο μπορεί να είναι η πατρίδα του ίδιου του Μονέ, η Γαλλία. Η Ευρώπη είναι εμφανώς κακή στις λογικές μεταρρυθμίσεις σε μη καταστροφικούς καιρούς. Καλές ιδέες που είχε, όπως η ένωση των τραπεζικών συστημάτων της, αποδυναμώνονται από την άρνηση των πλουσιότερων χωρών –συνήθως υπό την καθοδήγηση της Γερμανίας– να μοιραστούν τον πλούτο των φορολογουμένων. Χρειάζεται μια κρίση για να μετατοπιστούν τα πράγματα. Το 2012 οι χώρες της Ευρωζώνης δημιούργησαν ένα όχημα που χρηματοδοτείται από κρατικές εγγυήσεις για τη διάσωση των πληγεισών τραπεζών καθώς και κρατών, που ονομάζεται Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας. Στη συνέχεια, δέκα χρόνια αργότερα, το 2022, το μπλοκ προσυπέγραψε για δανεισμό περίπου 800 δισ. δολαρίων σε επίπεδο Ε.Ε. με στόχο να βοηθήσει τα κράτη-μέλη να ανακάμψουν από τις καταστρεπτικές συνέπειες της πανδημίας.
Εκ πρώτης όψεως, η πιθανή εκλογή του ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) Φρίντριχ Μερτς ως καγκελαρίου της Γερμανίας δείχνει πως θα λειτουργήσει ως σημαντικό εμπόδιο για περαιτέρω κοινές πρωτοβουλίες. Ιστορικά το κόμμα του αντιτάσσεται στη συγκέντρωση πόρων της Ε.Ε. και η πολιτική αναταραχή της Γαλλίας θα μπορούσε να το κάνει ακόμη πιο επιφυλακτικό. Η κατάρρευση της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ εγείρει τον κίνδυνο οι μελλοντικοί ηγέτες της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης να ακολουθήσουν πολιτική περιορισμένης δημοσιονομικής λιτότητας. Η επανεκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ όμως θα μπορούσε εύκολα να επισπεύσει μια αρκετά μεγάλη κρίση το 2025 και να συσπειρώσει τα κράτη-μέλη. Ο Τραμπ θα μπορούσε να βρει τρόπο να τερματίσει τον πόλεμο της Ρωσίας με το Κίεβο, αλλά αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την παράδοση τμημάτων της Ουκρανίας στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν και τη μείωση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Υπό την προοπτική αυτή, ένας ενισχυμένος Πούτιν μπορεί να αρχίσει να απειλεί άλλα πρώην σοβιετικά κράτη όπως τη Λετονία, αλλά και να συγκεντρώσει περισσότερα στρατεύματα στα σύνορα του ΝΑΤΟ.
Η έκδοση ευρωομολόγου δεν είναι ο μόνος τρόπος για τη συγκέντρωση των 500 δισ. ευρώ σε επιπλέον αμυντικές δαπάνες, που θεωρούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγκαίες την επόμενη δεκαετία, αλλά ο πιο εύλογος. Τη μερίδα του λέοντος της αύξησης των αμυντικών δαπανών των κρατών της Ε.Ε. το 2024, πάνω από 300 δισ. ευρώ, επωμίζεται μια ευάριθμη ομάδα κρατών, συμπεριλαμβανομένων της Γερμανίας και της Πολωνίας. Η μεγάλη εικόνα της πολιτικής διαμάχης δεν είναι το μόνο εμπόδιο στον κοινό δανεισμό. Θα διατυπωθούν αντιρρήσεις σχετικά με το αν θα δαπανηθούν τα έσοδα σε μεγάλους αμυντικούς τομείς, όπως αυτός της Γαλλίας, ή σε φθηνότερα προϊόντα άλλων. Ανεξάρτητα από τα προβλήματά της, πάντως, η Γαλλία υπήρξε μία από τις πρώτες υποστηρίκτριες των κοινών αμυντικών ομολόγων της Ε.Ε. Και υπάρχουν διάφορες λύσεις για τα προβλήματα συντονισμού, όπως ένα διακυβερνητικό ταμείο παρόμοιο με τον Μηχανισμό Σταθερότητας. Αυτό ίσως πρέπει να χρηματοδοτηθεί απευθείας από τις χώρες και όχι από τα κεφάλαια της Ε.Ε. Ωστόσο, θα επέτρεπε στα κράτη-μέλη να επωφεληθούν από τα οφέλη του φθηνού δανεισμού και των οικονομιών κλίμακας, επιτρέποντας επίσης στις ρωσόφιλες κυβερνήσεις να εξαιρεθούν.

