Κόβεται η ζάχαρη αν μπει υψηλός φόρος;

Τι έδειξαν έρευνες σε χώρες όπου έχει επιβληθεί ο fat tax – Γιατί η ελληνική κυβέρνηση τον απορρίπτει

3' 53" χρόνος ανάγνωσης

Σαν κεραυνός εν αιθρία έπεσε στην Ελλάδα λίγες εβδομάδες πριν από τα Χριστούγεννα –και ενώ ήδη η κατανάλωση κουραμπιέδων και μελομακάρονων έχει ξεκινήσει για τα καλά– η πρόταση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για επιβολή φόρου στα τρόφιμα που έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι (γνωστά ως HFSS, από το high in fat, sugar and salt food products), φόροι γνωστοί ως «health taxes», «sugar tax» και «fat tax».

Αν και η κυβέρνηση δεν συζητά την πρόταση, με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη να δηλώνει κατηγορηματικά στην «Καθημερινή» της Κυριακής ότι «ένας τέτοιος φόρος δεν περιλαμβάνεται στον σχεδιασμό της κυβέρνησης», οι φόροι αυτοί είναι ευρέως διαδεδομένοι σε διεθνές επίπεδο και θεωρούνται μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις αποτελεσματικοί κυρίως σε ό,τι αφορά την καταπολέμηση της παχυσαρκίας. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης τέτοιοι φόροι εφαρμόζονται ήδη σε 12 χώρες-μέλη, ενώ μόνον ο φόρος στα ροφήματα με ζάχαρη –κυρίως σε αναψυκτικά– εφαρμόζεται σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) σε 108 χώρες. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΟΥ, το 62,3% του πληθυσμού είναι υπέρβαρο, εκ των οποίων σε ποσοστό 24,9% πρόκειται για παχύσαρκους.

Ελάχιστοι, ωστόσο, θα θυμούνται ότι η επιβολή φόρων σε τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και ζάχαρη αποτελούσε μία από τις προτάσεις που ο Γιάνης Βαρουφάκης, ως υπουργός Οικονομικών, είχε αποστείλει στο Brussels Group, εκείνες τις δραματικές στιγμές του Μαρτίου του 2015. H σημερινή κυβέρνηση, πάντως, απορρίπτει την εν λόγω πρόταση, αντίδραση εν πολλοίς αναμενόμενη σε μια συγκυρία όπου η ακρίβεια εξακολουθεί να αποτελεί την πρωταρχική ανησυχία των καταναλωτών και τον βασικό λόγο της όποιας φθοράς έχει η κυβερνώσα παράταξη. «Ακόμη και εάν η επιβολή health tax συνοδευόταν με τη μείωση των φόρων σε κάποια άλλα προϊόντα, το πιθανότερο είναι ότι όλοι θα ασχολούνταν με τις ανατιμήσεις που θα επέφερε το πρώτο», επισημαίνουν με νόημα αρμόδιοι παράγοντες.

Ο συγκεκριμένος φόρος επιβάλλεται στα τρόφιμα που έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι.

Η επιτυχία ή η αποτυχία αυτής της κατηγορίας φόρων –με την επιτυχία να περιλαμβάνει το όφελος για την υγεία, την αύξηση των κρατικών εσόδων, αλλά και τη διατήρηση της ισχύος της βιομηχανίας τροφίμων– εξαρτάται, όπως επισημαίνουν τόσο ο ΟΟΣΑ όσο και ο ΠΟΥ, από τον τρόπο με τον οποίο αυτοί «σερβίρονται». Ενα από τα θετικά παραδείγματα θεωρείται αυτό της Ουγγαρίας: η επιβολή φόρων σε γλυκά, μπισκότα, αναψυκτικά και σε αλμυρά σνακ μείωσε τις πωλήσεις των προϊόντων που φορολογήθηκαν κατά 27% και οδήγησε στη συγκέντρωση 220 εκατ. δολαρίων για τη δημόσια υγεία τα πρώτα τέσσερα χρόνια εφαρμογής.

Υπάρχει, βεβαίως, και το αντίθετο παράδειγμα, αυτό της Δανίας, όπου η επιβολή φόρου στα τρόφιμα με υψηλά λιπαρά τον Οκτώβριο του 2011, του πρώτου fat tax παγκοσμίως, κατέληξε στο απόλυτο φιάσκο: ο εν λόγω φόρος «ενοχοποιείται» για την αύξηση του πληθωρισμού στη Δανία στο 4,7%, την απώλεια 1.300 θέσεων εργασίας, τη στροφή των φτωχών ομάδων του πληθυσμού σε φθηνότερα και χαμηλότερης ποιότητας τρόφιμα ή ακόμη και την αγορά τροφίμων από γειτονικές χώρες, κυρίως στη Γερμανία, αλλά και το υψηλό διοικητικό κόστος. Ο εν λόγω φόρος καταργήθηκε στη Δανία 15 μήνες μετά. Ας έχουμε κατά νουν ότι η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στην Ελλάδα σε αλκοολούχα ποτά, καθώς και η επιβολή ΕΦΚ στον καφέ από το 2017 θεωρείται ότι έχει συμβάλει στη μεγέθυνση του λαθρεμπορίου και στα δύο είδη με κύρια χώρα προέλευσης τη Βουλγαρία. Στη διάρκεια δε της οικονομικής κρίσης, ουκ ολίγοι Ελληνες στη Βόρεια Ελλάδα ταξίδευαν σε Βουλγαρία και Βόρεια Μακεδονία για να κάνουν ψώνια και να επισκεφθούν γιατρούς διότι οι τιμές ήταν χαμηλότερες.

«Οι ειδικοί φόροι, αφενός, δεν συμβάλλουν στην προστασία της δημόσιας υγείας, αφού δεν έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι επηρεάζουν τις διατροφικές επιλογές των καταναλωτών, την αύξηση βάρους ή την παχυσαρκία, και αφετέρου δεν αποφέρουν τα προσδοκώμενα δημόσια έσοδα. Αντίθετα, πλήττουν αποδεδειγμένα την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση, αυξάνουν το διοικητικό κόστος και παρατηρείται έξαρση του παράνομου διασυνοριακού εμπορίου. Πιστεύουμε ότι άλλες, πιο συνεργατικές και ουσιαστικές προσπάθειες μπορούν να βοηθήσουν τους καταναλωτές να κάνουν ενημερωμένες διατροφικές επιλογές. Ο κλάδος μας έχει δεσμευτεί να συνεργαστεί με όλους τους σχετικούς κοινωνικούς εταίρους, ενώ παράλληλα έχει αναλάβει ουσιαστικές πρωτοβουλίες αυτορρύθμισης που έχει αποδειχθεί ότι λειτουργούν και θα πρέπει να ενθαρρυνθούν περαιτέρω», επισημαίνει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Αναψυκτικών (ΣΕΒΑ) με δήλωσή του στην «Καθημερινή».

Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό όφελος, αυτό είναι μάλλον περισσότερο έμμεσο και μακροπρόθεσμο, υπό την έννοια της εξοικονόμησης δαπανών λόγω της βελτίωσης της υγείας του πληθυσμού και λιγότερο άμεσο υπό την έννοια της αύξησης των φορολογικών εσόδων. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΟΟΣΑ, όπως προκύπτουν από την επιβολή φόρων σε ροφήματα με ζάχαρη σε 12 χώρες, τα φορολογικά έσοδα κυμαίνονταν από 0,05% των συνολικών φορολογικών εσόδων (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιρλανδία) έως 0,69% των συνολικών φορολογικών εσόδων (Μεξικό).

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT