Με τη γενική αντικαταχρηστική ρήτρα οι φορολογικές αρχές μπορούν να χαρακτηρίσουν διαφορετικά μια συναλλαγή και να καταλογίσουν σημαντικούς φόρους. Η εν λόγω γενική αντικαταχρηστική ρήτρα δεν προβλέπει καμιάς μορφής ποινή ή άλλη κύρωση, παρά μόνο τη δυνατότητα της φορολογικής διοίκησης, κατά τον προσδιορισμό του φόρου, να αγνοεί κάθε τεχνητή διευθέτηση που αποσκοπεί σε αποφυγή της φορολόγησης και οδηγεί σε φορολογικό όφελος. Προκειμένου να ανταποκριθεί στην απρόβλεπτη δυναμική της οικονομικής πραγματικότητας, το γράμμα της διάταξης παρουσιάζει εξαιρετική ευρύτητα με τη χρήση της έννοιας της «τεχνητής διευθέτησης» και της σχετικής ενδεικτικής περιπτωσιολογίας, μία ευρύτητα η οποία μπορεί να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την αρχή της βεβαιότητας του φόρου, αφήνοντας ευρύ πεδίο για την εφαρμογή της στη βάση του αστάθμητου παράγοντα της κρίσης των ελεγκτικών αρχών. Ο κίνδυνος αμβλύνεται εν μέρει μέσω της δικλίδας του βάρους απόδειξης, καθώς ρητά προβλέπεται ότι το βάρος απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της εν λόγω διάταξης φέρει η φορολογική διοίκηση που την επικαλείται. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό η εφαρμογή της γενικής αντικαταχρηστικής ρήτρας να γίνεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με τη φορολογική διοίκηση να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και σχολαστική ως προς την αιτιολόγησή της, διαφορετικά μπορεί από εργαλείο για την επίτευξη φορολογικής δικαιοσύνης να καταλήξει σε εργαλείο αυθαιρεσίας των ελεγκτικών αρχών.
Τεχνητή διευθέτηση κρίθηκε η επιλογή εταιρείας να εκδώσει μετοχές σε τιμή μεγαλύτερη της ονομαστικής τους αξίας. Ο έλεγχος έκρινε καταχρηστική την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, καθώς στόχευε στη συγκέντρωση κεφαλαίου χωρίς την αναλογούσα φορολογική επιβάρυνση. Ειδικότερα, αντί η συνολική αύξηση κεφαλαίου να αποτυπωθεί ως μετοχικό κεφάλαιο, μεγάλο μέρος της δηλώθηκε ως διαφορά υπέρ το άρτιο, το οποίο δεν υπόκειται σε άμεση φορολόγηση. Η εταιρεία ήταν μονομετοχική, με μοναδικό μέτοχο αλλοδαπή εταιρεία και παρουσίαζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων ζημιών και αρνητικής καθαρής θέσης. Αυτά τα δεδομένα, σε συνδυασμό με την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, δεν συνάδουν με τη συνήθη οικονομική πρακτική, γεγονός που ενίσχυσε την κρίση του ελέγχου περί καταχρηστικής διευθέτησης. Η ΔΕΔ βασιζόμενη σε σχετικές διατάξεις και νομολογία έκρινε ότι η ενέργεια της προσφεύγουσας είχε σκοπό τη φοροαποφυγή και ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν νόμιμη και πλήρως αιτιολογημένη, επικυρώνοντας τη φορολογική υποχρέωση (ΔΕΔ 2746/2022).
Τεχνητή διευθέτηση κρίθηκε από τη ΔΕΔ η μεταβίβαση ακινήτου από εταιρεία σε μέτοχό της και μεταπώλησή του σε τρίτο, που έλαβε χώρα την ίδια μέρα. Η υπόθεση αφορά τη μεταβίβαση ακινήτου από εταιρεία στον μέτοχό της έναντι τιμήματος και την άμεση μεταπώληση από τον μέτοχο σε τρίτο αγοραστή έναντι τριπλάσιου τιμήματος από αυτό της αρχικής μεταβίβασης. Ο έλεγχος έκρινε ότι η μεταβίβαση προς τον μέτοχο ήταν τεχνητή και αποσκοπούσε στην αποφυγή φορολόγησης της εταιρείας για το πραγματικό τίμημα. Η ενέργεια χαρακτηρίστηκε ως μη γνήσια διευθέτηση, καθώς η εταιρεία επεδίωξε φορολογικό πλεονέκτημα με σημαντική διαφορά στο δηλωθέν και στο πραγματικό τίμημα, αποφεύγοντας τη φορολόγηση που θα προέκυπτε αν λάμβανε χώρα απευθείας η μεταβίβαση από την εταιρεία στον αγοραστή. Η ΔΕΔ δέχτηκε ότι η μεταβίβαση ήταν μέρος προκαθορισμένης συμφωνίας με σκοπό την αποφυγή φορολογίας και αποφάσισε να απορρίψει την προσφυγή (ΔΕΔ 2993/2024).
Ως τεχνητή διευθέτηση κρίθηκε από τη ΔΕΔ η επιχειρηματική δραστηριότητα μέσω Βουλγαρίας. Η απόφαση αφορούσε την ενδικοφανή προσφυγή της εταιρείας κατά των προστίμων που επιβλήθηκαν λόγω μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων για πώληση αγαθών και διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος. Η φορολογική διοίκηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω εταιρεία προέβη σε φοροαποφυγή μέσω της τεχνητής διευθέτησης που ακολούθησε. Η κρίση στηρίχθηκε στην ελληνική νομοθεσία, που ορίζει ότι διευθετήσεις με σκοπό την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος θεωρούνται τεχνητές και μη γνήσιες. Η προσφυγή της εταιρείας στηρίχθηκε στην άποψη ότι η δραστηριότητά της δεν συνιστούσε φοροαποφυγή και ότι οι φορολογικές ενέργειες ήταν νόμιμες, καθώς καταβάλλει φόρους στη Βουλγαρία. Ωστόσο, το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, διότι κατά τη διάρκεια του ελέγχου εκτιμήθηκε ότι αποσκοπούσε μόνο στην αποφυγή της φορολόγησης στην Ελλάδα μέσω της μεταφοράς της δραστηριότητας σε μια χώρα με ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα αυτή, με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής και τη διατήρηση των προστίμων (ΔΕΔ 1989/2022).
Πηγή: Grant Thornton

