Η Ουγγαρία κυνηγάει «χρυσές βίζες». Παρά τις πιέσεις από την Ευρωπαϊκή Ενωση ο πρωθυπουργός της Βίκτορ Ορμπαν ξεκίνησε εκ νέου ένα επενδυτικό πρόγραμμα κατοικιών τον Ιούλιο. Συνολικά, ωστόσο, η λάμψη αυτών των πρωτοβουλιών αδυνατίζει, διότι ελάχιστα προσθέτουν στο ΑΕΠ της εκάστοτε χώρας, διογκώνουν τις τιμές των κατοικιών και εκνευρίζουν τους ντόπιους. Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι μπορεί να τονώσουν τη ζήτηση, διότι περισσότεροι πλούσιοι διαφόρων εθνικοτήτων αναζητούν ασφαλή καταφύγια. Θεωρητικά οι «χρυσές βίζες», οι οποίες επιτρέπουν σε αλλοδαπούς να διαμένουν σε μια χώρα με αντάλλαγμα σημαντικές επενδύσεις, οφείλει να είναι λύση αμοιβαία επωφελής. Αναφορικά με τις κυβερνήσεις των χωρών υποδοχής, τους προσφέρουν την προοπτική μιας άμεσης εισροής μετρητών σε περιουσιακά στοιχεία, που ποικίλλουν από ακίνητα έως ιδιωτικά κεφάλαια και κρατικά ομόλογα. Αναφορικά τώρα με τους ζάπλουτους, αυτά τα προγράμματα λειτουργούν ως ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν στην πατρίδα τους. Σκεφτείτε τις ρωσικές ελίτ που έφυγαν για τις ακτές της Λεμεσού στην Κύπρο μετά την εισβολή της χώρας τους στην Ουκρανία το 2022 ή τους πλούσιους Αμερικανούς που μετακόμισαν στην Πορτογαλία μετά την COVID-19.
Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, όποιος υποβάλλει αίτηση για 10ετή «χρυσή βίζα» πρέπει να επενδύσει τουλάχιστον 250.000 ευρώ σε εγκεκριμένα από το κράτος περιουσιακά στοιχεία, εκ των οποίων τουλάχιστον το 40% πρέπει να διατεθεί σε οικιστικά ακίνητα ουγγρικής ιδιοκτησίας. Για απευθείας αγορές κατοικίας το ελάχιστο όριο είναι 500.000 ευρώ. Μια εισροή μετρητών από ξένους μεγιστάνες θα συνέδραμε την ετοιμοθάνατη εγχώρια αγορά ακινήτων, η οποία το 2023 υπέστη ύφεση 25% στις πωλήσεις, διότι τα υψηλά επιτόκια μείωσαν τη ζήτηση. Το συγκεκριμένο εγχειρίδιο έχει πολυχρησιμοποιηθεί. Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, για παράδειγμα, ο τομέας των ακινήτων της Ισπανίας κατέρρευσε, διότι η αδυναμία εξόφλησης πάμπολλων στεγαστικών δανείων είχε αποτέλεσμα 4 εκατ. σπίτια να μείνουν άδεια. Μέχρι το 2013 η χώρα διέθετε «χρυσές βίζες» για αγορές ακινήτων, ενώ το ίδιο έκαναν και η Ελλάδα και η Πορτογαλία. Το πρόβλημα για τον Ορμπαν και άλλους πολιτικούς, που αναζητούν μια χρυσή λύση για τα οικονομικά τους προβλήματα, έγκειται στο ότι η «χρυσή βίζα» δεν αποφέρει και τόσο λαμπερά αποτελέσματα. Μελέτη του 2021 από το Πανεπιστήμιο Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE) και το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ διαπίστωσε ότι τα κεφάλαια που σωρεύονται από τα ανωτέρω προγράμματα αντιστοιχούν μόνο σε ένα μικρό ποσοστό ξένων επενδύσεων με αμελητέο οικονομικό αντίκτυπο.
Παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα της Ισπανίας, λόγου χάριν, προσείλκυσε τον δεύτερο υψηλότερο αριθμό ετησίων αιτήσεων, που αναλύθηκαν στη μελέτη, αντιπροσώπευε μόνο το 3% των εισροών άμεσων ξένων επενδύσεων το 2014-2019 και λιγότερο από 0,1% του ΑΕΠ έναντι του 10% ετησίως από τον τουρισμό. Σε μια μικρότερη οικονομία, όπως η πορτογαλική, οι επενδύσεις από τις «χρυσές βίζες» ήταν άνω του 14% των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) το 2013-2019. Ωστόσο, εξακολουθούσαν να αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 0,4% του ΑΕΠ. Οι «χρυσές βίζες», επιπροσθέτως, ίσως έχουν υψηλό κοινωνικό κόστος. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, σχεδόν το 40% των επενδύσεων σε ακίνητα προήλθε από αιτούντες «χρυσή βίζα», σύμφωνα με τη μελέτη του LSE και του Χάρβαρντ. Τον περασμένο μήνα χιλιάδες εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους της Αθήνας να διαμαρτυρηθούν για να αντιμετωπιστεί το αυξανόμενο κόστος ζωής, συμπεριλαμβανομένης της στέγασης. Στην Ισπανία τον Νοέμβριο οι διαδηλωτές κρατούσαν χειροποίητες πικέτες, που έγραφαν «λιγότερα διαμερίσματα για επένδυση και περισσότερα σπίτια για διαβίωση».

