Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, Γερμανία και Γαλλία, βυθίζονται σε μια πολιτική κρίση, που τις αποδυναμώνει αισθητά με αποτέλεσμα να επιδεινώνονται και όσα προβλήματα είχε ήδη η Ευρωζώνη. Τα σημαντικότερα είναι οι αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης, το χάσμα ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στη Γηραιά Ηπειρο αφενός και αφετέρου στην Κίνα και στις ΗΠΑ, τα δεινά της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, αλλά και η δυσκολία της Ευρώπης να βρει τα δισ. που χρειάζονται προκειμένου να ενισχύσει την άμυνά της. Και σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, ο Ντόναλντ Τραμπ την απειλεί με δασμούς στα προϊόντα της.
Σε ό,τι αφορά μεν τη Γερμανία, υπάρχει μια αχτίδα αισιοδοξίας, καθώς ο Φρίντριχ Μερτς, επικεφαλής του αντιπολιτευόμενου συντηρητικού κόμματος και πιθανότερος επόμενος καγκελάριος, φαίνεται διατεθειμένος να δεχθεί χαλάρωση του φρένου χρέους και γενικώς της θεσμοθετημένης σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής. Ετσι, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία θα μπορέσει να αυξήσει τον δανεισμό της για να τονώσει τις δημόσιες δαπάνες και προπαντός τις επενδύσεις που τόσο χρειάζεται η χώρα. Η Γαλλία, αντιθέτως, αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο πλήρους παράλυσης στην οικονομική πολιτική της, καθώς οι ισορροπίες δυνάμεων καθιστούν εξαιρετικά απίθανα μια πολιτική ισορρόπηση και τον σχηματισμό κάποιου κυβερνητικού συνασπισμού ικανού να εφαρμόσει μια διορθωτική δημοσιονομική πολιτική και να βελτιώσει την κακή εικόνα του χρέους της. Οικονομικοί αναλυτές υπογραμμίζουν πως μέχρι στιγμής οι αγορές παρακολουθούν με σχετική ανησυχία τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, αλλά δεν έχουν αντιδράσει με πανικό. Αυτό δεν απομακρύνει, όμως, τον κίνδυνο να πληγεί η ευρύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. από την κρίση στις δύο μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η Γαλλία αναμένεται να σημειώσει ανάπτυξη 1,1% φέτος και 0,8% το 2025, ενώ η γερμανική οικονομία εκτιμάται πως έχει συρρικνωθεί φέτος κατά 0,1% και θα ανακάμψει οριακά το επόμενο έτος με ανάπτυξη 0,7%. Πάγιες παθογένειες της Γερμανίας είναι η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, η υπερβολική γραφειοκρατία και το υψηλό κόστος της ενέργειας, που δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Σολτς εξαιτίας των καβγάδων ανάμεσα στα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. Σε ό,τι αφορά όσα μπορεί να κάνει η Κομισιόν υπό την κ. Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δεν είναι τόσο πολλά όταν δεν έχει τη στήριξη των δύο μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωζώνης, που έχουν άθροισμα προϋπολογισμών μεγαλύτερο από εκείνο της Ε.Ε.
Οπως, άλλωστε, τόνισε σε πρόσφατη μελέτη του ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει στην έκδοση κοινού χρέους για να μπορέσει να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις, να διαμορφώσει μια κοινή βιομηχανική πολιτική σε επίπεδο Ε.Ε. και να ενοποιήσει τις χρηματαγορές της ώστε να βοηθήσει τις νεοφυείς εταιρείες να αντλήσουν κεφάλαια.
Δεν είναι τόσο πολλά αυτά που μπορεί να κάνει η Κομισιόν όταν δεν έχει τη στήριξη των δύο μεγαλύτερων οικονο-μιών της Ευρωζώνης.
Ολα αυτά, βεβαίως, θα προϋπέθεταν τη συναίνεση Γερμανίας και Γαλλίας, που είναι στην πράξη απούσες. Στο μεταξύ, η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία ζητάει να αναθεωρηθούν οι σκληροί κανόνες της Ε.Ε. για τον περιορισμό των εκπομπών καυσαερίων μέσα στο 2025 αντί για το 2026, επικαλούμενη τη μείωση της ζήτησης για ηλεκτροκίνητα, που σημαίνει πως δεν θα μπορέσουν να αποφύγουν τα βαρύτατα πρόστιμα.
Προτείνουν μάλιστα να χρησιμοποιηθούν αυτά τα κεφάλαια για την ανάπτυξη νέων ηλεκτροκίνητων οχημάτων.
Η πλέον επιτακτική ανάγκη είναι, πάντως, να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος ώστε να αντιδράσει η Ευρώπη στις όποιες επιθέσεις εξαπολύσει εναντίον της ο Ντόναλντ Τραμπ, που αναλαμβάνει καθήκοντα στις 20 Ιανουαρίου. Οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. αναζητούν τρόπους για να εξουδετερώσουν τις επιπτώσεις από έναν εμπορικό πόλεμο που με όπλο τους δασμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα μπορεί να πλήξει καίρια τις εξαγωγικές οικονομίες της Ευρώπης. Σύμφωνα με τον Χόλγκερ Σμίεντινγκ, κορυφαίο οικονομολόγο της επενδυτικής τράπεζας Berenberg, λόγω της πολιτικής κρίσης σε Γαλλία και Γερμανία, η Ευρώπη χάνει μια σημαντική ευκαιρία να δεσμεύσει τον Τραμπ σε μια έγκαιρη συμφωνία. Οπως υπογραμμίζει ο εν λόγω οικονομολόγος, «τώρα που δεν έχει ακόμη αναλάβει καθήκοντα ο Τραμπ, θα ήταν ιδανική λύση να προετοιμάσει η Ευρώπη μια δελεαστική προσφορά όπως, για παράδειγμα, να του υποσχεθεί πως θα αυξήσει τις δαπάνες της για την άμυνα, αν και αυτός δεν την απογοητεύσει στο θέμα του εμπορίου και της Ουκρανίας».
Ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή τη στιγμή διατρέχουμε τον κίνδυνο να είναι ο Τραμπ πολύ πιο σκληρός με την Ευρώπη στα θέματα του εμπορίου ακριβώς επειδή η Γερμανία και η Γαλλία είναι στην πράξη απούσες». Η Κομισιόν υπολογίζει πως μέσα στην επόμενη δεκαετία η Ε.Ε. θα χρειαστεί 500 δισ. ευρώ για να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.

