Νέα σημαντική μείωση, 9,8%, κατέγραψαν οι ελληνικές εξαγωγές τον Οκτώβριο, με την αξία τους να είναι η χαμηλότερη σε μηνιαία βάση που έχει καταγραφεί από τις αρχές του τρέχοντος έτους. Η εξέλιξη αυτή έχει ως συνέπεια την αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, ενώ πλέον γίνεται ολοένα και πιο πιθανό το ενδεχόμενο το 2024 να κλείσει με μείωση των εξαγωγών. Καθοριστικός παράγοντας για την υποχώρηση των ελληνικών εξαγωγών είναι η οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα στην Ε.Ε. και ειδικά στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της, τη γερμανική και τη γαλλική.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) η συνολική αξία των εξαγωγών διαμορφώθηκε τον Οκτώβριο σε 4 δισ. ευρώ περίπου έναντι 4,43 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο του 2023, καταγράφοντας μείωση 9,8%. Πάντως, εάν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή διαπιστώνεται αύξηση των ελληνικών εξαγωγών κατά 5,1%. Στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2024 η αξία των ελληνικών εξαγωγών διαμορφώθηκε σε 41,87 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας μείωση 2,6%. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, η συνολική αξία των εξαγωγών αυξήθηκε οριακά, κατά 0,9%.
Μείωση κατέγραψαν και οι εισαγωγές τον Οκτώβριο, κατά 1,5%, ενώ σε επίπεδο δεκαμήνου ενισχύθηκαν ελαφρώς, κατά 1,8%, φτάνοντας τα 70,18 δισ. ευρώ.
Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου διαμορφώθηκε τον Οκτώβριο, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, σε 3,16 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 11,5% σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2023.
Η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, χωρίς τα πετρελαιοειδή, ήταν διπλάσια, της τάξης του 22,1%, σε σύγκριση με τον περυσινό Οκτώβριο.
Το διάστημα Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2024 το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, ανήλθε σε 28,31 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 8,9%.
Εξετάζοντας την κατανομή των εξαγωγών για το διάστημα Ιανουαρίου – Οκτωβρίου του 2024, διαπιστώνεται ότι η συνολική αξία των εξαγωγών, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, υποχώρησε προς τις χώρες της Ε.Ε. (-7,1%), ενώ προς τις τρίτες χώρες αυξήθηκε (3,7%).
Χωρίς τα πετρελαιοειδή, οι εξαγωγές και πάλι περιορίζονται προς τις χώρες της Ε.Ε. (-1,6%), ενώ διευρύνονται προς τις τρίτες χώρες (6,2%).

