O κολοσσός Orsted της Δανίας, η μεγαλύτερη εταιρεία υπεράκτιας αιολικής ενέργειας στον κόσμο, που αποτέλεσε πρότυπο για την παγκόσμια πράσινη μετάβαση, συμβολίζει πλέον τις δυσκολίες απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Oι διακοπές στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι πολιτικοί κίνδυνοι λόγω των σχεδίων του Τραμπ για την επιστροφή στο πετρέλαιο και η εξαγορά του 10% των μετοχών της από τον κρατικό γίγαντα πετρελαίου και φυσικού αερίου της Νορβηγίας, Equinor, δείχνουν ότι η στροφή στην καθαρή ενέργεια αντιμετωπίζει οικονομικά, πολιτικά και πρακτικά εμπόδια.
Αφού πάλεψε με το αυξανόμενο κόστος, η εταιρεία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει σημαντικά έργα, όχι μόνο στην αιολική ενέργεια, αλλά και στο υδρογόνο και στα πράσινα καύσιμα. Οι μετοχές της βυθίστηκαν εκ νέου τον περασμένο μήνα, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ επανεξελέγη στην προεδρία των ΗΠΑ. Το γεγονός προκάλεσε σεισμό στην ενεργειακή βιομηχανία και έκανε τη στροφή προς τα ορυκτά καύσιμα να φαίνεται ξαφνικά λιγότερο βέβαιη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Ο εκλεγμένος πρόεδρος, ο οποίος έχει χαρακτηρίσει την κλιματική αλλαγή «φάρσα», έχει δεσμευτεί να σταματήσει τις πράσινες επιδοτήσεις της εποχής Μπάιντεν και να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού. Εχει επίσης απειλήσει να καταργήσει τα υπεράκτια αιολικά έργα την «πρώτη μέρα» και να επιβάλει υψηλότερους δασμούς, που θα ανέβαζαν το κόστος της πράσινης τεχνολογίας.

Η Orsted ώθησε τη βιομηχανία προς τα εμπρός. Η κρατική υποστήριξη, οι υψηλές ταχύτητες ανέμου στη Βόρεια Θάλασσα και το γεγονός ότι οι κατασκευαστές ανεμογεννητριών Siemens Energy και Vestas είχαν την έδρα τους κοντά, την απογείωσαν. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας έως το 2018, η εταιρεία και οι εταίροι της επένδυσαν 23,2 δισ. δολάρια σε πράσινη ενέργεια. Μέχρι το τέλος του 2020, η αποτίμηση της Orsted έφτασε τα 65 δισ. δολάρια, υψηλότερη από εκείνη της BP, παρόλο που παρήγαγε ένα κλάσμα της ενέργειας. Ομως το «πάρτι» δεν κράτησε. Στα χρόνια που ακολούθησαν την πανδημία, καθώς τα επιτόκια εκτινάχθηκαν, οι αλυσίδες εφοδιασμού δέχθηκαν πιέσεις και οι επενδυτές εξέτασαν υψηλότερες αποδόσεις αλλού. Από τον περασμένο Νοέμβριο, η Orsted άρχισε να εγκαταλείπει μεγάλα έργα σε ΗΠΑ και Ευρώπη, o CEO της αποχώρησε, ενώ ανακοίνωσε περικοπές.
Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και κατασκευαστές υπεράκτιων αιολικών έχουν ήδη «ψαλιδίσει» την ανάπτυξη νέων ΑΠΕ.
Δεν είναι βέβαια η μόνη ενεργειακή επιχείρηση που αντιμετώπισε δυσκολίες. Η Statkraft και η EDP είναι μεταξύ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων κοινής ωφελείας που περιόρισαν τους φετινούς στόχους για νέα έργα ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Αλλοι κατασκευαστές υπεράκτιων αιολικών, όπως οι Equinor και Vattenfall, έχουν επίσης «ψαλιδίσει» σχέδια επέκτασης.
Η ενεργειακή μετάβαση βρίσκεται σε μια «νέα καθοριστική φάση», λένε οι αναλυτές της Jefferies, καθώς οι μακροοικονομικές συνθήκες έχουν αλλάξει σημαντικά και οι τεχνολογίες και τα επιχειρηματικά μοντέλα γνωρίζουν σημεία καμπής.
Κόντρα σε όλα τα παραπάνω υπάρχει η πραγματικότητα της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Παρά την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας το 2023, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έφτασαν το ρεκόρ των 37,4 δισ. τόνων. Στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα, η θέση των ορυκτών καυσίμων δεν έχει μειωθεί πολύ τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αποτελώντας περισσότερο από το 80% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας. Μετά την ανάπτυξη άνω του 60% που επιτεύχθηκε το 2023, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας αναμένει ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα επεκταθούν κατά 20% φέτος, ρυθμός που, όπως προειδοποιεί, δεν είναι ακόμα αρκετά γρήγορος.

