Νέος κύκλος ταλαιπωρίας και δικαστικών διεκδικήσεων άνοιξε για χιλιάδες εργαζομένους στο Δημόσιο με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καθώς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους αρνείται την καταβολή αποζημίωσης για αποχώρηση από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης. Βασικό επιχείρημα του Δημοσίου στην άρνηση καταβολής αποζημίωσης κατά τη συνταξιοδότησή τους είναι ότι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι εισπράττουν εφάπαξ βοήθημα από συναφή τομέα ή κλάδο πρόνοιας και δεν δικαιούνται το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης – αποχώρησης από φορείς του δημόσιου τομέα, το οποίο κατ’ ανώτατο όριο φθάνει στις 15.000 ευρώ. Αντίθετη άποψη, βέβαια, έχει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, καθώς με γνωμοδότησή του δικαιώνει τους υπαλλήλους, κατά κύριο λόγο μηχανικούς, γιατρούς κ.ά., με αποτέλεσμα οι περισσότεροι εξ αυτών να στρέφονται πλέον στα δικαστήρια προκειμένου να δικαιωθούν και να εισπράξουν την αποζημίωσή τους.
Το συγκεκριμένο πρόβλημα αφορά τουλάχιστον 35.000 με 40.000 υπαλλήλους που εργάζονται στο Δημόσιο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και παράλληλα διατηρούν την επαγγελματική δραστηριότητά τους και στον ιδιωτικό τομέα. Οπως επίσης αφορά και μια μεγάλη ομάδα εργαζομένων που κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου τους μετατάχθηκαν από άλλους φορείς και μονιμοποιήθηκαν σε φορείς του Δημοσίου. Είναι χαρακτηριστική η επιστολή της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Διπλωματούχων Μηχανικών του Δημοσίου (Π.Ο. ΕΜΔΥΔΑΣ) προς τα υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας από το 2020, όπου αναφέρεται η άρνηση των αρμόδιων υπηρεσιών να καταβάλουν στους συγκεκριμένους εργαζομένους αποζημίωση απόλυσης, μολονότι θα προβούν σε καταγγελία της εργασιακής σχέσης τους, επικαλούμενα ένα έγγραφο από τις 20/4/2016 του τότε υπουργείου Οικονομικών. Σύμφωνα με αυτό, οι διπλωματούχοι μηχανικοί δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις για καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, διότι «θα τους καταβληθεί η εφάπαξ παροχή που προβλέπεται από τις οικείες ασφαλιστικές διατάξεις περί ΤΣΜΕΔΕ». Μάλιστα, η Π.Ο. ΕΜΔΥΔΑΣ αναφέρει ότι αν και το έγγραφο έχει παλαιότερη ημερομηνία, οι υπηρεσίες μισθοδοσίας του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ άρχισαν να το επικαλούνται για πρώτη φορά από το 2020 και μετά, «μολονότι το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο δεν έχει τροποποιηθεί».
Οπως εξηγεί στην «Κ» ο δικηγόρος Θάνος Μπούρλος, αρκετοί εργοδοτικοί φορείς του Δημοσίου, αλλά και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΝΠΔΔ, ΟΤΑ, ΔΕΚΟ), οι οποίοι απασχολούν προσωπικό δυνάμει συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που δικαιούται καταβολή εφάπαξ παροχής από ασφαλιστικούς φορείς, αρνούνται να τους καταβάλουν τις προβλεπόμενες κατά τον νόμο (άρθρο 8 ν. 3198/1955 ή άρθρο 55 π.δ. 410/1988 ανά περίπτωση) αποζημιώσεις λόγω συνταξιοδότησης, επικαλούμενοι σχετική θέση που έχει υιοθετήσει το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους σε έγγραφά του. Και τούτο παρά την αντίθετη άποψη που έχει εκφράσει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, με την υπ’ αρ. 187/2020 γνωμοδότησή του. Σύμφωνα με τον κ. Μπούρλο πρόκειται για εσφαλμένη, από νομικής άποψης, θέση, και συνεπώς πρακτική η οποία παραγνωρίζει αφενός μεν ότι οι σχετικές διατάξεις ουδόλως θέτουν ως προϋπόθεση καταβολής της αποζημίωσης τη μη λήψη εφάπαξ βοηθήματος από ασφαλιστικό φορέα, αφετέρου δε ότι το εφάπαξ αποτελεί ανταποδοτική ασφαλιστική παροχή χρηματοδοτούμενη, ως επί το πλείστον, από εισφορές των εργαζομένων και άρα διαφοροποιείται από την αποζημίωση. Γι’ αυτόν τον λόγο εξάλλου, επισημαίνει ο δικηγόρος, οι σχετικές αγωγές γίνονται δεκτές από τα δικαστήρια. Προς άρση των περιττών δικαστικών αγώνων ο κ. Μπούρλος σημειώνει πως το υπουργείο οφείλει να παρέμβει, ώστε οι φορείς να καταβάλλουν άμεσα τις αποζημιώσεις προς τους εργαζομένους.

