Παγκοσμίως κυρίαρχη η αμερικανική οικονομία, διατηρεί και όλα δείχνουν ότι θα εξακολουθήσει να διατηρεί τα σκήπτρα της ισχυρότερης και μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο επιδεικνύοντας ασυνήθεις αντοχές σε κρίσεις όπως εκείνη της πανδημίας, η ενεργειακή κρίση και η κρίση της ακρίβειας και του βιοτικού επίπεδου. Από τα τέλη του 2019 και μέχρι σήμερα, το ΑΕΠ της υπερδύναμης έχει αυξηθεί κατά 11,4%, ενώ το ΔΝΤ προβλέπει πως θα αυξηθεί περαιτέρω κατά 2,8% το έτος που τελειώνει. Η αμερικανική οικονομία ανέκαμψε από την ύφεση της πανδημίας ταχύτερα από τις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες και όπως επισημαίνει σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, μολονότι το πρόβλημα του κόστους ζωής βρέθηκε στο επίκεντρο της πρόσφατης προεκλογικής εκστρατείας, τα τελευταία χρόνια οι επιδόσεις της προκαλούν θαυμασμό και φθόνο στον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο.
Το κλειδί της επιτυχίας στην περίπτωση της αμερικανικής οικονομίας είναι η υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας όπως και ο ταχύτατος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας που δίνει διαρκώς ώθηση στην ανάπτυξή της. Από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση της διετίας 2008-2009 η παραγωγικότητα της εργασίας έχει αυξηθεί στις ΗΠΑ κατά 30%, σημειώνοντας υπερτριπλάσιο ρυθμό από τον αντίστοιχο που έχει καταγραφεί στην Ευρωζώνη και στη Βρετανία. Αυτό το χάσμα στο επίπεδο της παραγωγικότητας, που πλέον έχει εντοπισθεί και καταγραφεί εδώ και μια δεκαετία, καθορίζει το μέγεθος των οικονομιών και τη σειρά τους στην παγκόσμια κατάταξη.
Από την κρίση του 2008-2009, η παραγωγικότητα της εργασίας έχει ενισχυθεί στις ΗΠΑ κατά 30%, σημειώνοντας υπερτριπλάσιο ρυθμό ανόδου από εκείνον σε Ευρωζώνη, Βρετανία.
Από την πανδημία και μέχρι σήμερα, στην Ευρωζώνη η οικονομική ανάπτυξη είναι μόλις το ένα τρίτο της αντίστοιχης στις ΗΠΑ, ενώ φέτος αναμένεται ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα αυξηθεί μόλις κατά 0,8%, σύμφωνα τουλάχιστον με τους υπολογισμούς του ΔΝΤ. Παράλληλα, οι μεγάλες και ισχυρές οικονομίες αφενός της Ιαπωνίας και αφετέρου της Βρετανίας έχουν αναπτυχθεί μόλις κατά 3% στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας. Εν ολίγοις, η αύξηση της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ δίνει στην υπερδύναμη τη δυνατότητα να υπερισχύει όλων των άλλων ανεπτυγμένων οικονομιών, πολλές από τις οποίες έχουν εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, χαμηλού βιοτικού επιπέδου, προβληματικών δημόσιων οικονομικών και αποδυναμωμένης γεωπολιτικής επιρροής. Η αύξηση της παραγωγικότητας δίνει στους εργαζομένους τη δυνατότητα να διεκδικήσουν και να κερδίσουν υψηλότερους μισθούς, στις εταιρείες να αυξήσουν την κερδοφορία τους και στις κυβερνήσεις να αντλήσουν περισσότερα φορολογικά έσοδα, με τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών την άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, το γ΄ τρίμηνο του 2024 η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε στις ΗΠΑ κατά 8,9% σε σύγκριση με τα προ της πανδημίας επίπεδα όπως έχουν καταγραφεί στο τέλος του 2019.
Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζουν οξεία αντίθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και στον βόρειο γείτονά τους, Καναδά. Η παραγωγικότητα της εργασίας στον Καναδά έχει μειωθεί τα 14 από τα 16 τελευταία τρίμηνα και βρίσκεται σε επίπεδα κατά 1,2% χαμηλότερα από τα προ της πανδημίας επίπεδα. Και ο Καναδάς δεν είναι μοναδική περίπτωση, αφού αντίστοιχα προβλήματα έχουν καταγραφεί και σε άλλες χώρες. Προσπάθειες προς την αντίθετη κατεύθυνση καταβάλλουν κατά το μάλλον ή ήττον όλες οι ανεπτυγμένες οικονομίες. Στη Βρετανία, η νέα κυβέρνηση των Εργατικών υπόσχεται «μια δεκαετία ανανέωσης» που θα λύσει «τον γρίφο της παραγωγικότητας», όπως τον αποκαλούν οι οικονομολόγοι.
Την ίδια στιγμή, το ΔΝΤ συνιστά αύξηση της παραγωγικότητας στην Ιαπωνία, που έχει μακροχρόνιο πρόβλημα καθήλωσης της οικονομίας της. Η ηχηρότερη παρέμβαση τους τελευταίους μήνες ήταν, πάντως, εκείνη του πρώην προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, που χαρακτήρισε τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. «υπαρξιακή απειλή». Οι πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ μάλλον θα δυσφημήσουν την τεχνολογική υπεροχή των ΗΠΑ χωρίς, όμως, να την υπονομεύσουν, καθώς ο Τραμπ θα κληρονομήσει μια αμερικανική οικονομία που αναπτύσσεται σταθερά όταν θα αναλάβει τα ηνία της υπερδύναμης τον Ιανουάριο. Ορισμένοι οικονομολόγοι διερωτώνται αν πράγματι πρόκειται να υλοποιήσει τις πολιτικές που υποστηρίζει ότι θα προωθήσει, τους δασμούς σε όλες τις εισαγωγές, τις μαζικές απελάσεις μεταναστών και τις γενναίες φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους. Διερωτώνται επίσης μήπως αυτές οι πολιτικές πρόκειται να υπονομεύσουν τα μόνιμα πλεονεκτήματα των ΗΠΑ και αν εγκυμονούν τον κίνδυνο να δώσουν ώθηση στον πληθωρισμό επιβάλλοντας τα υψηλά επιτόκια σε βάθος χρόνου.

