Οι τράπεζες σε παγκόσμιο επίπεδο βρίσκονται αντιμέτωπες με νέες προκλήσεις, καθώς ένα νέο σύνολο προτεινόμενων τραπεζικών μεταρρυθμίσεων, γνωστό ως Βασιλεία IV, θα τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2025. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μάλιστα, η Αρχή Προληπτικής Ρύθμισης (Prudential Regulation Authority – PRA) σχεδιάζει να ολοκληρώσει την προσέγγιση της Βασιλείας IV για τον πιστωτικό κίνδυνο στα μέσα του 2025, με εφαρμογή από την 1η Ιουλίου 2025 έως την 1η Ιανουαρίου 2030. Αυτά τα χρονοδιαγράμματα δείχνουν πως οι ρυθμιστικές αρχές παγκοσμίως στοχεύουν στην τυποποίηση των υπολογισμών κινδύνου και στην ενίσχυση της εποπτείας των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Οι αλλαγές που επέφερε η Βασιλεία ΙΙΙ επικεντρώθηκαν κυρίως στην ενίσχυση της ποιότητας και της ποσότητας των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών, δηλαδή του αριθμητή του δείκτη εποπτικού κεφαλαίου. Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνονται στη Βασιλεία IV προωθούν αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες υπολογίζουν και ποσοτικοποιούν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού, δηλαδή με απλούστερους όρους τον παρονομαστή του δείκτη εποπτικού κεφαλαίου. Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού καλύπτουν διάφορα είδη κινδύνων (πιστωτικό, αγοράς, λειτουργικό, επιτόκιο) και θεωρούνται ζωτικής σημασίας για τον προσδιορισμό του εποπτικού κεφαλαίου.
Οι δύο κυριότερες (από τις πολλές) αλλαγές της Βασιλείας IV επικεντρώνονται:
α. Στον υπολογισμό του κινδύνου αγοράς (για παράδειγμα, πώς επηρεάζουν τα ομόλογα τους ισολογισμούς των τραπεζών).
β. Στα στοιχεία εκτός ισολογισμού (δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες θα χρησιμοποιήσουν τα μέχρι τώρα αχρησιμοποίητα όρια που έχουν στη διάθεσή τους).
Η Βασιλεία IV επιδιώκει να τελειοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες αξιολογούν τον κίνδυνο, ιδίως στο πλαίσιο της τυποποιημένης προσέγγισης, την οποία χρησιμοποιούν κυρίως οι ελληνικές τράπεζες. Στη μέθοδο αυτή, οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου είναι προκαθορισμένοι, προσφέροντας λιγότερη ευελιξία από τα εσωτερικά υποδείγματα που χρησιμοποιούν άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Κατά συνέπεια, ο αντίκτυπος στα ελάχιστα εποπτικά κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών θα είναι μέτριος, με αυξήσεις που αναμένεται να κυμανθούν μεταξύ 30-60 μονάδων βάσης (bps) το 2025. Αντίθετα, οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες που βασίζονται σε εσωτερικά υποδείγματα αναμένουν πολύ πιο σημαντική αύξηση, κατά 600-700 μονάδες βάσης.
Η Βασιλεία IV ίσως επηρεάσει έμμεσα και την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να δανείζουν. Αυξάνοντας τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών, περιορίζει παράλληλα τη δανειοδοτική τους ικανότητα, μετατοπίζοντας ακούσια μέρος της δανειοδοτικής τους δραστηριότητας στις ιδιωτικές πιστωτικές αγορές, ιδιαίτερα όσον αφορά δανειολήπτες με μεγαλύτερη μόχλευση, ωθώντας τους προς άλλες πηγές χρηματοδότησης. Τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equity funds), ή εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, όπως Factoring και Leasing, ενδέχεται να επωφεληθούν από αυτή τη ρυθμιστική αυστηροποίηση, καθώς οι επιχειρήσεις στρέφονται όλο και περισσότερο σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.
MREL: Μεγαλύτερη επιβάρυνση για τις ελληνικές τράπεζες;
Η Βασιλεία IV επιδιώκει να τελειοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες αξιολογούν τον κίνδυνο.
Ενώ ο αντίκτυπος της εισαγωγής νέων κανόνων από τη Βασιλεία IV στις ελληνικές τράπεζες θα είναι περιορισμένος, ο δείκτης ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμων υποχρεώσεων – MREL (Minimum Requirement for Own Funds and Eligible Liabilities) επιβάλλει πολύ μεγαλύτερες πιέσεις.
Ο MREL θεσπίστηκε ως μια κανονιστική απαίτηση προς όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, βάσει της οδηγίας ανάκτησης και εξυγίανσης τραπεζών (BRRD) της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες έχουν επαρκή ικανότητα απορρόφησης ζημιών για να υποστηρίξουν τις κρίσιμες λειτουργίες τους και να αποφύγουν τα προγράμματα διάσωσης που χρηματοδοτούνται από τους φορολογουμένους σε περίπτωση οικονομικής δυσπραγίας. Ο σκοπός του είναι υψίστης σημασίας, καθώς αποσκοπεί στην αποτροπή της ανάγκης για δημόσια οικονομική βοήθεια κατά τη διαδικασία εξυγίανσης μιας τράπεζας, καθιστώντας τους μετόχους και τους πιστωτές υπεύθυνους για την απορρόφηση ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση. Για να το πετύχει αυτό μια τράπεζα ο MREL ορίζει ότι θα πρέπει η εκάστοτε τράπεζα να εκδίδει συγκεκριμένους τύπους ομολόγων. Για τις ελληνικές τράπεζες οι απαιτήσεις αυτές αποτελούν πρόκληση, καθώς υποχρεώνουν τα ιδρύματα να αντλούν σημαντικά ποσά κεφαλαίων – μερικές φορές υπερβαίνοντας τις άμεσες ανάγκες. Αυτή η αναγκαστική έκδοση ομολόγων όχι μόνο πιέζει τους ισολογισμούς, αλλά και αυξάνει το κόστος χρηματοδότησης.
Για τις ελληνικές τράπεζες η Βασιλεία IV και η MREL αντιπροσωπεύουν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: κανονιστική συμμόρφωση με στόχο τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ωστόσο, τα εργαλεία και οι επιπτώσεις διαφέρουν. Η Βασιλεία IV εισάγει μέτριες προσαρμογές στην κεφαλαιακή επάρκεια, δημιουργώντας περιορισμένη διαταραχή λόγω της εξάρτησης των ελληνικών τραπεζών από την τυποποιημένη προσέγγιση. Αντίθετα, η MREL επιβάλλει ουσιαστικότερες προκλήσεις, απαιτώντας ενεργή έκδοση ομολόγων, ανεξάρτητα από τις πραγματικές ανάγκες χρηματοδότησης.
Με μια πρόταση, η Βασιλεία IV «σφίγγει απαλά τις βίδες», ενώ ο MREL «δαγκώνει».
Το 2025 θα είναι επίσης έτος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) για τις τράπεζες, οι οποίες θα έπρεπε να έχουν προετοιμαστεί –και κάποιες ήδη το πράττουν– για τις απαιτήσεις που προβλέπονται από τους νέους κανονισμούς της Βασιλείας.
Οσον αφορά το μέλλον, οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να επιτύχουν μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της ικανοποίησης αυτών των ρυθμιστικών απαιτήσεων και της διατήρησης της ικανότητάς τους να στηρίζουν την πραγματική οικονομία.
*Ο κ. Δημήτριος Αναστασίου είναι επίκουρος καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο τμήμα ΟΔΕ του ΟΠΑ.

