Η Ευρώπη έβαλε ψηλά τον πήχυ για το κλίμα και η αγορά, προς το παρόν, δεν ακολουθεί. Ομως, στα επόμενα 5-10 χρόνια θα δούμε σύγκλιση ανάμεσα στο ρυθμιστικό πλαίσιο και στην προσαρμογή των επιχειρήσεων, με τεράστια αναπτυξιακά οφέλη. Πρόκειται για την εκτίμηση που καταθέτει στην «Κ» ο κοσμήτορας του Columbia Business School στις ΗΠΑ, Κωστής Μαγκλάρας, ο οποίος θεωρεί ότι η Ελλάδα ανήκει στις χώρες που θα κερδίσουν από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις και τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής. Διαπιστώνει όμως ότι στην Ελλάδα λείπει ακόμη ο πραγματισμός από τον διάλογο για την εκπαίδευση, τονίζοντας ότι παρεμβάσεις όπως η λειτουργία –και– ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι σε θέση να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
– Η γεωπολιτική ρευστότητα ανήκει σήμερα στους βασικούς παράγοντες ρίσκου για την ανάπτυξη της οικονομίας. Πώς επιδρά η συγκυρία στη δυναμική των επιχειρήσεων;
– Οι γεωπολιτικές εντάσεις τις οποίες βιώνουμε αυτήν την εποχή είναι κάτι το οποίο θα συνεχίσει να μας συνοδεύει και θα είναι σημαντικός οδηγός για τη λήψη αποφάσεων στην οικονομία και στις επιχειρήσεις. Δεν είναι κάτι το οποίο δημιουργεί ακριβώς εμπόδια στο momentum της επιχειρηματικότητας, όμως αλλάζει την ισορροπία στην οποία έχουμε βρεθεί τα τελευταία 40-50 χρόνια. Τα στελέχη επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο οφείλουν να είναι πιο ενήμερα για τις εντάσεις που ανακύπτουν και οι οποίες όμως θα δημιουργήσουν και ευκαιρίες – ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα. Θα πρέπει άλλωστε να λάβουμε υπόψη ότι, ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις μάς απομακρύνουν, οι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των χωρών ανά τον πλανήτη μάς φέρνουν πιο κοντά. Είναι λοιπόν σημαντικό να καταλαβαίνει κάποιος τι φέρνουν τα κράτη στο τραπέζι και να επενδύσει στους οικονομικούς δεσμούς, οι οποίοι με τη σειρά τους βοηθούν στην άμβλυνση των γεωπολιτικών προκλήσεων.
– Η κλιματική αλλαγή δημιουργεί υπαρξιακές σχεδόν ανάγκες. Στην Ευρώπη όμως ορισμένοι θεωρούν ότι το κανονιστικό της πλαίσιο αποτελεί τροχοπέδη για την επιχειρηματικότητα και μάλιστα οδηγεί το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Τι λέτε;
– Η κλιματική αλλαγή είναι από τα πιο σημαντικά προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε στα επόμενα 50 χρόνια. Αυτήν τη στιγμή ξέρουμε πώς να αντιμετωπίσουμε τουλάχιστον το 50% του προβλήματος, ίσως και περισσότερο. Θεμελιωδώς, πολλά από τα θέματα που αφορούν τη διαδικασία είναι επιχειρηματικά ζητήματα. Εχουν να κάνουν με το πώς μπορούν οι εταιρείες παγκοσμίως να αρχίσουν να επενδύουν σε νέες τεχνολογίες, σε διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορούν να παράγουν τα προϊόντα τους – με απώτερο στόχο τη μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών ρύπων. Το ρυθμιστικό πλαίσιο παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο και η Ευρώπη είναι πράγματι πρωτοπόρος σε αυτό το επίπεδο. Υστερεί όμως, κατά κάποιον τρόπο, στο χρηματοοικονομικό και επιχειρηματικό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο είναι προς το παρόν μάλλον πολύ πιο φιλόδοξο απ’ ό,τι οι εταιρείες μπορούν ή θέλουν να ακολουθήσουν. Μέσα στα επόμενα 5-10 χρόνια, θα αρχίσουμε να βλέπουμε μια μεγαλύτερη σύγκλιση στο πολιτικό και ρυθμιστικό πλαίσιο παγκοσμίως, και θα αρχίσει να επιταχύνεται και η παράλληλη επιχειρηματική προσαρμογή και ανάπτυξη. Η πολιτικοποίηση του θέματος της κλιματικής αλλαγής εισάγει πολιτικό ρίσκο σε θέματα που σχετίζονται με το γεωπολιτικό ρυθμιστικό πλαίσιο στα θέματα του κλίματος, όπως είδαμε και στην COP29 πριν από μία βδομάδα. Προς το παρόν, δρα σαν ανασταλτικός παράγοντας στην ανάπτυξη αυτού του τομέα. Ενα μικρό παράδειγμα: σήμερα οι αγορές σε πολλούς τομείς δεν τιμολογούν ακόμη το κλιματικό ρίσκο, με αποτέλεσμα οι αντίστοιχες επιχειρήσεις να μην προβαίνουν στα απαραίτητα βήματα. Ομως, οι εταιρείες και οι χώρες που θα καινοτομήσουν και θα ηγηθούν στην κλιματική μετάβαση θα δουν τεράστια ανάπτυξη και ευκαιρίες παγκοσμίως. Αυτή είναι μια ευκαιρία για την Ελλάδα.
Υπάρχει αναντιστοιχία στις δυνατότητες της ΑΙ και στη μέχρι στιγμής ικανότητα της οικονομίας να τις υιοθετήσει.
– Η τηλεργασία είναι ένα από τα κατάλοιπα ή τις παρακαταθήκες της πανδημίας – εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς. Τελευταία όμως δείχνει να χάνει κάπως τη δυναμική της. Ποια είναι η εικόνα μέσα από την αμερικανική αγορά εργασίας και τι μορφή θα πρέπει να έχει ιδανικά αυτό που ονομάζουμε ευελιξία στο γραφείο;
– Στην πανδημία μάθαμε όλοι ότι μπορούμε να είμαστε πραγματικά πολύ αποτελεσματικοί στη δουλειά μας ακόμη και αν δεν βρισκόμαστε με φυσική παρουσία στον χώρο εργασίας. Και προσωπικά νομίζω πως ένα ίσως μικρό ποσοστό τηλεργασίας μάλλον θα παραμείνει, δίνοντας λίγη ευελιξία η οποία βοηθάει και δεν στερεί σε αποτελεσματικότητα ή καινοτομία. Από την άλλη, η εμπειρία της πανδημίας δεν είναι ενδεικτική μιας σταθερής κατάστασης. Επιχειρήσεις και άλλοι οργανισμοί μπήκαν μέσα στην πανδημία με διαφορετικές συνθήκες, όπου όλοι γνωρίζονταν καλά και είχαν κοινούς βραχυπρόθεσμους στόχους. Για να εξελιχθούν στο μέλλον οι οργανισμοί και οι εταιρείες ανά τον κόσμο πρέπει μάλλον να επιστρέψουμε σε φυσική παρουσία για την πλειονότητα των επαγγελματιών. Κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό στα πρώτα στάδια ενός επαγγελματικού ταξιδιού, ώστε να αλληλεπιδρούν και να μαθαίνουν πράγματα από άλλους. Και επίσης είναι σημαντικό για εκείνους που βρίσκονται σε ηγετικές θέσεις αυτών των οργανισμών.

– Η τεχνητή νοημοσύνη αποτελεί τη νέα τάση στη λειτουργία της οικονομίας. Ομως, μέσα στον ντόρο που προκαλεί βλέπουμε και κάποιες ανησυχίες για το σενάριο να αποδειχθεί φούσκα, τουλάχιστον σε σχέση με τις αρχικές προσδοκίες – είδαμε ανάλογες τοποθετήσεις και από ειδικούς των αγορών. Ποια είναι η γνώμη σας;
– Η τεχνητή νοημοσύνη έχει κάνει απίστευτα άλματα τα τελευταία χρόνια, και αυτό θα συνεχιστεί. Υπάρχει όμως αναντιστοιχία ανάμεσα στις δυνατότητες των μοντέλων της και στην ικανότητα της οικονομίας και της κοινωνίας να τις υιοθετήσει. Αυτή η διαδικασία θα είναι πιο αργή, όπως έχουμε δει και παλιότερα σε άλλα παραδείγματα. Τα μοντέλα θα είναι εκεί, και η καινοτομία και οι αλλαγές θα αρχίσουν από μικρότερες ίσως νέες εταιρείες. Οι μεγάλοι οργανισμοί θα χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να αλλάξουν πραγματικά. Αυτό έχει να κάνει και με τον χρόνο που χρειάζονται οι άνθρωποι για να αλλάξουν. Η τεχνητή νοημοσύνη θα είναι μια φοβερά μετασχηματιστική τεχνολογία και θα έχει απίστευτο αντίκτυπο σε πάρα πολλούς τομείς. Ενα σημαντικό άλμα θα γίνει όταν η ΑΙ ενσωματωθεί σε μορφές ρομπότ (embodied AI) που θα «ζουν» στον φυσικό κόσμο.
– Τι αλλαγές φέρνει η ΑΙ στην εκπαίδευση; Είμαστε ακόμη στον προβληματισμό της αντιγραφής από το ChatGPT ή προχωράμε παρακάτω;
– Ανήκω σε εκείνους που θεωρούν ότι θα πρέπει να αγκαλιάσουμε την τεχνολογία και να αλλάξουμε και να εξελιχθούμε αντίστοιχα. Η εκπαίδευση είναι από τους τομείς τους οποίους θα ανακατατάξει η τεχνητή νοημοσύνη. Δεν ξέρουμε ακριβώς πώς θα αντλούν γνώση στο πανεπιστήμιο τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα. Εμείς το κάναμε με τον τρόπο που ο άνθρωπος μάθαινε και 300 χρόνια πριν. Διαβάζοντας βιβλία, λύνοντας ασκήσεις. Τώρα ίσως θα περάσουμε σε κάτι άλλο. Με προσαρμογή για βαθιά γνώση των ιδεών και με τη δυνατότητα μεγαλύτερης δημιουργικότητας. Το πώς ακριβώς, είναι το κεντρικό ερώτημα στο οποίο θα κληθούμε να απαντήσουμε τα επόμενα 10-20 χρόνια.
Το «κλειδί» για τις επιχειρηματικές σχολές
– Το υψηλό κόστος δοκιμάζει ίσως την προοπτική των MBA, τα οποία καλούνται σήμερα να διαχειριστούν ένα ούτως ή άλλως ευμετάβλητο περιβάλλον. Ζητάει ακόμη η αγορά τα κορυφαία αυτά πτυχία;
– Στο Columbia, πέρυσι είχαμε ιστορικό ρεκόρ αιτήσεων. Ανάλογη είναι η εικόνα και στα άλλα κορυφαία προγράμματα MBA. Ομως οι υπόλοιπες επιχειρηματικές σχολές αντιμετωπίζουν πράγματι μια στροφή στη ζήτηση από τους φοιτητές. Νομίζω ότι το «κλειδί» είναι η υψηλότερη δυνατή επένδυση τόσο στην εκπαίδευση όσο και στις επαγγελματικές ευκαιρίες που προσφέρεις στους φοιτητές. Είναι επίσης γεγονός μια μετατόπιση στο κατά πόσον οι εταιρείες θεωρούν ότι ένας αντίστοιχος τίτλος είναι απαραίτητος για την πρόσληψη των στελεχών. Τελικά, αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η ισχυρή επένδυση από την πλευρά του πανεπιστημίου, ώστε αυτό που προσφέρει να είναι αυτό που πραγματικά χρειάζεται ο φοιτητής για να επιτύχει.
Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια μπορούν να συνυπάρξουν με τα δημόσια
– Τι σηματοδοτεί το ντεμπούτο του Columbia Global Center της Αθήνας και ποιες είναι οι προσδοκίες γύρω από το πρόγραμμα;
– Νομίζω ότι σύντομα οι φοιτητές μας θα αρχίσουν να έρχονται και στην Αθήνα. Παίρνοντας κάποια μαθήματα ή ολόκληρα εξάμηνα στη χώρα μας, αλληλεπιδρώντας με φοιτητές και καθηγητές από τα ελληνικά πανεπιστήμια, θα βιώσουν την εμπειρία από το ιδιαίτερα «ζωντανό» περιβάλλον της ελληνικής πρωτεύουσας. Η κλασική παιδεία έχει μεγάλη σημασία και θα έλεγα ακρογωνιαία θέση στη βασική εκπαίδευση στο Columbia, που φέρνει μια εύκολη και σημαντική συνέργεια. Επίσης εργαζόμαστε στη συνδημιουργία κοινών εκπαιδευτικών και ερευνητικών προγραμμάτων με ελληνικά πανεπιστήμια, και το όραμα είναι να δουλέψουμε, να προσφέρουμε αλλά και να κερδίσουμε από συνεργασίες με τα ελληνικά πανεπιστήμια και άλλα ελληνικά ιδρύματα. Εκτός από τις κλασικές σπουδές, την ιστορία και τις τέχνες που ανέφερα, υπάρχει ενδιαφέρον από το πανεπιστήμιο και από καθηγητές και σπουδαστές για θέματα που αφορούν την κλιματική αλλαγή, το θέμα της μετανάστευσης και τη γεωπολιτική, την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία –ειδικά όπως αυτά σχετίζονται με το ακαδημαϊκό περιβάλλον–, καθώς και την ιατρική και τη δημόσια υγεία. Είμαι ενθουσιασμένος με το κέντρο της Αθήνας και το υποστηρίζω όσο μπορώ.
Η ίδρυση του Columbia Global Center της Αθήνας και οι συνέργειες με ελληνικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
– Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα ανήκει ακόμη στους τομείς που διαιρούν το πολιτικό σύστημα στη χώρα, διατηρώντας στην επιφάνεια διλήμματα όπως «δημόσιο ή ιδιωτικό πανεπιστήμιο». Εσείς πώς παρακολουθείτε αυτήν τη συζήτηση;
– Κατά τη γνώμη μου, είναι καλή ιδέα να ανοίξουμε ένα παράθυρο ευκαιρίας για ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα. Θα είναι ένας διαφορετικός τρόπος με τον οποίο θα μπορεί να λειτουργεί ένα πανεπιστήμιο στην Ελλάδα, σε σχέση με το δημόσιο πανεπιστήμιο. Iδιωτικά πανεπιστήμια σε άλλες χώρες του κόσμου έχουν επιτύχει και στην εκπαιδευτική τους ιδιότητα και στην ερευνητική – και σαν μοντέλο μπορεί να έχει εξαιρετικά αποτελέσματα και να συνυπάρχει με αυτό του δημόσιου πανεπιστημίου.
Γνωρίζουμε επίσης ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια αρχικά δεν είναι αρκετά για να αφομοιώσουν τους Ελληνες φοιτητές και ότι νέα πανεπιστήμια θα μπορούσαν να ελκύσουν επίσης φοιτητές από το εξωτερικό να σπουδάσουν στην Ελλάδα. Το ακαδημαϊκό δυναμικό της Ελλάδας ανά τον κόσμο είναι ευρύ και νομίζω πως αυτή ήταν μια πολύ χρήσιμη μεταρρύθμιση για την Ελλάδα, που ιδανικά θα οδηγήσει στο να δημιουργηθούν ιδρύματα που θα είναι πάρα πολύ καλά και θα συνεισφέρουν στο εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς να λειτουργούν σε αντίθεση με αυτό. Ο διάλογος στην Ελλάδα είναι ιδεολογικός, ή μάλλον πολιτικός, και όχι εκπαιδευτικός και επικεντρωμένος στο πώς μπορούμε να προσφέρουμε και να βοηθήσουμε στο εκπαιδευτικό σύστημα με νέα ιδρύματα και ανταγωνιστικότητα. Είναι μια ενδιαφέρουσα δυνατότητα, θετική για την Ελλάδα.

