Το δίλημμα αφορά δεκάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων, είτε αυτοί μπαίνουν στη διαδικασία της ανακαίνισης, είτε στη διαδικασία ανέγερσης νέας οικοδομής, είτε –και αυτό είναι εξαιρετικά σύνηθες πλέον– στη διαδικασία «απεξάρτησης» από την κεντρική θέρμανση της πολυκατοικίας, η οποία μπορεί να μη λειτουργεί καν τον χειμώνα λόγω οφειλών από κοινόχρηστα. Η εξίσωση έχει γίνει αρκετά περίπλοκη. Τα συνεχή σκαμπανεβάσματα στις τιμές δεν επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Αν, για παράδειγμα, προ διετίας το… ανάθεμα έπεφτε στο φυσικό αέριο, φέτος το συγκεκριμένο καύσιμο προβάλλεται ως μία από τις οικονομικότερες λύσεις για την κάλυψη αναγκών θέρμανσης και ζεστού νερού χρήσης. Από την άλλη, το φυσικό αέριο δεν υπάρχει παντού. Και επίσης, θεωρείται ορυκτό καύσιμο –όπως και το πετρέλαιο– κάτι που σημαίνει ότι αργά ή γρήγορα θα τεθεί το θέμα των περιορισμών και των απαγορεύσεων στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής πολιτικής.
Ήδη ο χρόνος μετράει αντίστροφα για το σημείο που θα φτάσουμε να απαγορεύεται πλήρως η εγκατάσταση καυστήρα πετρελαίου στις νέες οικοδομές, ενώ με την πάροδο των ετών –ας μη φαντάζει μακρινό, καθώς μια εγκατάσταση θέρμανσης γίνεται με ορίζοντα 15-20 ετών– θα μπούμε στη διαδικασία να αλλάζουμε και τους υφιστάμενους καυστήρες πετρελαίου με άλλους πιο φιλικούς στο περιβάλλον.
Όταν μπαίνει κάποιος στη διαδικασία να επιλέξει πηγή ενέργειας, τρία είναι τα στοιχεία που θα πρέπει να λάβει υπόψη του: το κόστος χρήσης (ουσιαστικά την τιμή του καυσίμου σε συνδυασμό με τη θερμική ικανότητα), το κόστος της επένδυσης για να γίνει η χρήση του κάθε καυσίμου αλλά και το ευρύτερο πλαίσιο (περιβαλλοντικές υποχρεώσεις, κανονιστικό πλαίσιο, πιθανά οικονομικά κίνητρα κ.λπ.). Η ανάλυση για τις τρεις βασικές πηγές ενέργειας έχει ως εξής:

1. Πετρέλαιο θέρμανσης. Η τιμή του εξαρτάται από την πορεία του «βαρελιού» στα διεθνή χρηματιστήρια. Στην παρούσα συγκυρία –με την τιμή του μπρεντ να κυμαίνεται στα 70-75 δολάρια ανά βαρέλι– ένα λίτρο πετρελαίου θέρμανσης πωλείται περίπου προς 1,17 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η κάθε κιλοβατώρα (μετατρέπουμε την τιμή λίτρου σε θερμική κιλοβατώρα, ώστε να μπορεί να γίνει η σύγκριση με τις υπόλοιπες πηγές ενέργειας) κοστίζει γύρω στα 11 λεπτά.
Είναι μια τιμή σαφώς υψηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη του φυσικού αερίου, η οποία έκλεισε τον Οκτώβριο περίπου στα 7,5 λεπτά (εδώ η διαφορά φτάνει στο 46%), αλλά χαμηλότερη από το κόστος της κιλοβατώρας ηλεκτρικού ρεύματος, που ανήλθε τον Οκτώβριο στα 23,5 λεπτά του ευρώ μαζί με τις έξτρα χρεώσεις (η σύγκριση με το ρεύμα απαιτεί προσοχή, καθώς άλλο είναι το τελικό κόστος ανά θερμική κιλοβατώρα μιας αντλίας θερμότητας και άλλο μιας απλής ηλεκτρικής σόμπας). Η θέρμανση με πετρέλαιο επιδοτείται από το κράτος, αν κάποιος πληροί τα εισοδηματικά και τα περιουσιακά κριτήρια που υπάρχουν. Ωστόσο, ήδη από φέτος ξεκίνησε μια διαδικασία μείωσης της επιδότησης και εκτιμάται ότι σταδιακά η επιδότηση θα γίνεται ολοένα και μικρότερη μέχρι να μηδενιστεί, καθώς είναι ευρωπαϊκή πολιτική να μην επιδοτείται η καύση πετρελαίου. Επίσης, σταδιακά θα φτάσουμε στο σημείο να απαγορευτεί η χρήση του καυστήρα πετρελαίου, γι’ αυτό και ήδη στις νέες οικοδομές όλοι στρέφονται σε εναλλακτικές λύσεις και κυρίως στις αντλίες θερμότητας ή στο φυσικό αέριο (ως μεταβατική λύση), αν υπάρχει διαθέσιμο δίκτυο.
2. Φυσικό αέριο. Η εμπειρία των τελευταίων δύο ετών απέδειξε πόσο εύκολα μπορεί να αλλάξει το σκηνικό ανάλογα με τις ισορροπίες που διαμορφώνονται διεθνώς. Η τιμή κυμαίνεται καθημερινά στα χρηματιστήρια. Μπορεί αυτή την περίοδο να κυμαίνεται στα 40-50 ευρώ η μεγαβατώρα, όμως είναι νωπές οι μνήμες εκτίναξης πάνω από τα 200 ευρώ μεσούσης της ενεργειακής κρίσης. Σήμερα, στη λιανική (με βάση τα στοιχεία Οκτωβρίου) η τιμή της κιλοβατώρας διαμορφώνεται στα 7,5 λεπτά και αυτό το κόστος μπορεί να συγκριθεί μόνο με την αντλία θερμότητας. Το φυσικό αέριο επιδοτείται μέσω του επιδόματος θέρμανσης (με λίγο υψηλότερο ποσό συγκριτικά με το πετρέλαιο θέρμανσης), ενώ η επένδυση που απαιτείται για την εγκατάσταση είναι μικρότερη συγκριτικά με την αντίστοιχη της αντλίας θερμότητας. Βέβαια, η χρήση του φυσικού αερίου περιορίζεται μόνο στη θέρμανση και στο ζεστό νερό χρήσης, ενώ η αντλία θερμότητας προσφέρεται και για ψύξη, κάτι που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τη σύγκριση.
Η τιμή του φυσικού αερίου κυμαίνεται στα 40-50 ευρώ η μεγαβατώρα, όμως είναι νωπές οι μνήμες εκτίναξης πάνω από τα 200 ευρώ μεσούσης της ενεργειακής κρίσης.
3. Ηλεκτρικό ρεύμα. Η ίδια ακριβώς πηγή ενέργειας μπορεί να αποδειχθεί στην πράξη η πιο ακριβή λύση για θέρμανση (αν για παράδειγμα κάποιος επιλέξει τα ηλεκτρικά καλοριφέρ ή τους παλαιούς θερμοσυσσωρευτές), μπορεί όμως να γίνει και η φθηνότερη, αν χρησιμοποιηθεί η αντλία θερμότητας ή (έστω) ένα σύγχρονο κλιματιστικό τύπου inverter. Όλη η Ευρώπη θέλει να στρέψει τα νοικοκυριά στο ρεύμα για περιβαλλοντικούς λόγους, αλλά η συγκυρία δεν βοηθάει. Η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα παραμένει ψηλά και αν συνυπολογιστούν και οι διάφορες χρεώσεις (για ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ, ΥΚΩ κ.λπ.), το μέσο κόστος εκτινάσσεται στα 23,5 λεπτά με βάση τα στοιχεία του Οκτωβρίου. Και το ρεύμα εξαρτάται από τις διαθέσεις των αγορών, οπότε και εκεί υπάρχει ο παράγοντας «αβεβαιότητα» για την εξέλιξη του κόστους. Με την τιμή της κιλοβατώρας στα 23,5 λεπτά, η χρήση των ηλεκτρικών καλοριφέρ είναι απαγορευτική, καθώς μπορεί να απαιτείται ένα ευρώ για μόλις μία ώρα λειτουργίας. Αν πάμε στα κλιματιστικά, η κατάσταση βελτιώνεται (ειδικά αν μιλάμε για τα σύγχρονα τύπου inverter), ενώ ο οικονομικότερος «εκπρόσωπος» της κατηγορίας είναι η αντλία θερμότητας. Το μειονέκτημα είναι το υψηλό επενδυτικό κόστος. Τα πλεονεκτήματα είναι το χαμηλό κόστος χρήσης (ουσιαστικά καταναλώνεται μία κιλοβατώρα ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά παράγονται τρεις ή και τέσσερις θερμικές κιλοβατώρες ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες), η πλήρης κάλυψη των αναγκών του ακινήτου για θέρμανση, ψύξη αλλά και ζεστό νερό χρήσης και φυσικά η μηδενική εκπομπή ρύπων, κάτι που βελτιώνει την ενεργειακή κατάταξη του ακινήτου άρα και την αξία μεταπώλησης. Μάλιστα, υπάρχει και ένα ακόμη πλεονέκτημα: η αντλία θερμότητας είναι η μοναδική λύση που –αν συνδεθεί με ένα φωτοβολταϊκό– μπορεί να εξασφαλίσει πλήρη κάλυψη των αναγκών του ακινήτου χειμώνα και καλοκαίρι με ενέργεια που θα παράγεται δωρεάν από τον ήλιο. Στην πράξη, μια αντλία θερμότητας που καταναλώνει ρεύμα το οποίο παράγεται από το φωτοβολταϊκό, μπορεί να λειτουργεί με τελικό κόστος της τάξεως των 2-3 λεπτών ανά κιλοβατώρα. Φυσικά, για να φτάσει κάποιος σε αυτό το σημείο, πρέπει να προχωρήσει σε σημαντικές επενδύσεις ύψους αρκετών χιλιάδων ευρώ.

