Σημαντική μείωση έχει σημειώσει το ποσοστό των εισαγωγών που κατευθύνεται σε κεφαλαιουχικά αγαθά, επισημαίνει η Εurobank σε ανάλυση για τη διάρθρωση των εξαγωγών και εισαγωγών αγαθών την περίοδο 1988-2023, που δημοσιεύθηκε χθες στην έκδοση «7 Ημέρες Οικονομία».
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ανάλυσης, το ετήσιο μερίδιο των κεφαλαιουχικών αγαθών και βιομηχανικών προμηθειών έχει περιοριστεί από το 60,5% του συνόλου των εισαγωγών το 1988 στο 37,3% το 2023, αν και η πτώση του δεν ήταν συνεχόμενη. Η μείωση αυτή, σημειώνεται, προκαλεί προβληματισμό, καθώς η χώρα έχει ανάγκη να περιορίσει το επενδυτικό κενό και να διευρύνει τις παραγωγικές της ικανότητες, μέσω της αύξησης του παραγωγικού φυσικού κεφαλαίου. Σε σχέση με το επενδυτικό κενό, πρόσφατη ανάλυση της Eurobank Research αναφέρει ότι οι καθαρές επενδύσεις παγίων πέρασαν το 2022-2023 σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά από το 2009, ενισχύοντας τον κεφαλαιακό εξοπλισμό της οικονομίας. Ωστόσο, αν και η μείωση του κεφαλαιακού εξοπλισμού της οικονομίας περιορίστηκε στα 81,3 δισ. ευρώ το 2023, από τα 88,7 δισ. ευρώ το 2021, παραμένει ακόμα πολύ υψηλή.
«Επομένως», τονίζει η ανάλυση (συγγραφέας: Κωνσταντίνος Πέππας), η κατεύθυνση μεγαλύτερου ποσοστού εισαγωγών προς την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών συγκριτικά με τις υπόλοιπες κατηγορίες αγαθών, παράλληλα με την προσπάθεια ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής τους στο μέτρο του δυνατού, θα συμβάλει στον περαιτέρω περιορισμό του επενδυτικού κενού, που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία».
Παράλληλα, βεβαίως, η μελέτη αναδεικνύει το γενικότερο πρόβλημα του ελλειμματικού ισοζυγίου. Κατά μέσον όρο την περίοδο 1988-2022 η Ελλάδα εισήγαγε αγαθά αξίας 2,5 ευρώ για κάθε 1 ευρώ εξαγωγών που πραγματοποιούσε, αν και ο λόγος ακολουθεί πτωτική πορεία από το 2008 και μετά. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε από 7% του ΑΕΠ το 2002 στο 15,4% το 2007, για να κατέλθει στη συνέχεια στο 0,7% του ΑΕΠ το 2014, εξαιτίας της μείωσης της εγχώριας δαπάνης –λόγω της αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής– που οδήγησε στη μείωση των εισαγωγών. Στη συνέχεια, την πενταετία 2015-2019 κυμάνθηκε στα επίπεδα του 7,4% του AΕΠ κατά μέσον όρο, ενώ την τετραετία 2020-2023 κυμάνθηκε στα επίπεδα του 7,4% κατά μέσον όρο.
Βασική αιτία για το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι το διαχρονικά αρνητικό ισοζύγιο αγαθών, ενώ το ισοζύγιο υπηρεσιών την περίοδο 2002-2023 είναι μονίμως πλεονασματικό.

