Η πτώση των δεικτών διευθυντών προμηθειών στην Ευρωζώνη τον Νοέμβριο αυξάνει τον κίνδυνο συρρίκνωσης της οικονομίας το τελευταίο τρίμηνο του έτους, διότι ενδέχεται να μην εκπληρώσει ακόμη και την ισχνή μας πρόβλεψη για σχεδόν μηδενική ανάπτυξη (0,1% τριμηνιαία). Ο εν λόγω δείκτης έφτασε στις 48,1 μονάδες τον Οκτώβριο, κάτω από το όριο των 50 μονάδων, που διαχωρίζει την επέκταση από τη συρρίκνωση. Η νέα πτώση της παραγωγής καταγράφηκε επειδή η επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών συρρικνώθηκε πρώτη φορά μετά δέκα μήνες. Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, Γερμανία και Γαλλία, είναι και ο βασικός παράγοντας της εξέλιξης αυτής. Αμφότερες τελούν σε κατάσταση πολιτικής αστάθειας και αβεβαιότητας. Ο δείκτης διευθυντών προμηθειών στη Γαλλία υποχώρησε ακόμη πιο έντονα από ό,τι στη Γερμανία τον Νοέμβριο. Στην υπόλοιπη Ζώνη του Ευρώ, ωστόσο, η επιχειρηματική δραστηριότητα συνέχισε να αναπτύσσεται, αν και μετρίως. Η εκ νέου συστολή της επιχειρηματικής δραστηριότητας τον Νοέμβριο συνοδεύτηκε από πτώση της εμπιστοσύνης αναφορικά με τις προοπτικές του 2025, αλλά και πάλι υπήρξε μεγάλη διαφορά μεταξύ των δυσοίωνων εκτιμήσεων στη Γαλλία και στη Γερμανία και της μεγαλύτερης αισιοδοξίας στις άλλες χώρες.
Είναι αλήθεια πως δεν είναι εύκολα τα πράγματα για την ΕΚΤ, η οποία καλείται να επιτύχει σωστή ισορροπία της νομισματικής πολιτικής της για να εξυπηρετήσει όλα τα κράτη-μέλη του ευρώ. Επιπλέον, οι παγκόσμιες πολιτικές αβεβαιότητες καθιστούν δύσκολη την πρόβλεψη του επόμενου έτους. Και ενώ η οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται σε μια μάλλον αδύναμη θέση, οι ανησυχίες για τον πληθωρισμό δεν έχουν εξανεμιστεί. Οι αμοιβές αυξήθηκαν κατά 5,4% σε σχέση με ένα χρόνο πριν, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ. Πρόκειται για τα υψηλότερα επίπεδα από το 1993, εξ ου και δεν αποκλείουμε την πιθανότητα να αποτρέψουν την ΕΚΤ από μια μεγαλύτερη περικοπή των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου. Χάριν ισορροπίας αναμένουμε η ΕΚΤ να μειώνει τα επιτόκια 25 μ.β. σε κάθε μία από τις επόμενες τρεις συνεδριάσεις της, φέρνοντας το επιτόκιο καταθέσεων στο 2,5% στο τέλος του πρώτου τριμήνου και παρέχοντας κάποια κυκλική στήριξη στην οικονομία. Η αδύναμη παγκόσμια ζήτηση, τέλος, επιβαρύνει τη γερμανική οικονομία, ενώ η πολιτική αβεβαιότητα μετά την επανεκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και την ανακοίνωση των πρόωρων εκλογών στη Γερμανία έχει αυξήσει τις πιέσεις.
* Οι κ. Φέλιξ Σμιντ και Αντριου Γουίσαρτ είναι οικονομολόγοι της Berenberg Bank.

