Στις πρώτες διεθνούς επιπέδου συναντήσεις του μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στο πηδάλιο των ΗΠΑ ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ εξαπέλυσε διπλωματική επίθεση. Στόχος ήταν να αντισταθμίσει τους αναμενόμενους νέους δασμούς και να εκμεταλλευθεί πιθανές μελλοντικές ρήξεις μεταξύ Ουάσιγκτον και συμμάχων. Σε διαδοχικές συνόδους από το Περού, όπου συναντήθηκαν οι χώρες Νοτιοανατολικής Ασίας – Ειρηνικού, έως τη Βραζιλία με τους εκπροσώπους από τα «20» οικονομικά ισχυρότερα κράτη, ο Σι αντέστρεψε το μήνυμα του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική», παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως προβλέψιμο υπερασπιστή της πολυμερούς παγκόσμιας εμπορικής τάξης. Οι διοργανωτές των συναντήσεων, οι διπλωματικοί παράγοντες και οι εμπορικοί διαπραγματευτές περιγράφουν επίσης μια αξιοσημείωτη αλλαγή, διότι η Κίνα ακολούθησε μια πιο εποικοδομητική στάση. Οι διπλωμάτες της, συγκεκριμένα, ήταν λιγότερο επικεντρωμένοι στα στενά συμφέροντά τους και περισσότερο συμμέτοχοι στην οικοδόμηση μιας ευρύτερης συναίνεσης. Η προσέγγιση αυτή έχει επείγοντα χαρακτήρα για την Κίνα, η οποία, αν και είναι καλύτερα προετοιμασμένη για την προεδρία Τραμπ, όπου πολλοί όμιλοι τεχνολογίας θα εξαρτώνται πολύ λιγότερο από τις εισαγωγές των ΗΠΑ, παραμένει πιο ευάλωτη εξαιτίας της σοβαρής εγχώριας κρίσης των ακινήτων.
Μεγάλο μέρος της προσοχής της Κίνας έχει επικεντρωθεί στον παγκόσμιο νότο, ενώ το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων «Σινούα» συνεχάρη τη διοργάνωση του G20, επειδή συμπεριέλαβε την Αφρικανική Eνωση ως μέλος της. Η φωνή του παγκόσμιου νότου έπρεπε «όχι απλώς να ακουστεί, αλλά και να μεταφραστεί σε χειροπιαστή επιρροή», ανέφερε το πρακτορείο. Διαρκούσης της εισήγησής του στους «20» τη Δευτέρα, ο Σι επανέλαβε τη θέση του για «ευρύτερο μονομερές άνοιγμα των θυρών στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες», διαφημίζοντας την κίνηση της Κίνας να εφαρμόσει σε όλες αυτές τις χώρες «μηδενική δασμολογική πολιτική». Αναλαμβάνοντας τέτοιες πρωτοβουλίες, η Κίνα θέλει να επεκτείνει τον ηγετικό της ρόλο σε περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου, όπου οι ΗΠΑ υστερούν λόγω αδυναμίας να ανταποκριθούν στις επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων που σωρεύει η πρώτη.
«Το γεγονός ότι πολύ οργανωμένα παρουσιάζεται η Κίνα ως υπερασπίστρια της παγκοσμιοποίησης και επικρίτρια του προστατευτισμού, έρχεται σε μια εποχή που πολλές χώρες στον παγκόσμιο νότο φοβούνται την πιθανή επιστροφή οριζόντιων εμπορικών και δασμολογικών πολιτικών από τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα υπό την επιρροή Τραμπ», είπε o Σάνι Τσέουνγκ, συνεργάτης για τις κινεζικές σπουδές στο Ιδρυμα Τζεϊμστάουν, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον. «Οι παρατηρήσεις του Σι αποσκοπούν να παρουσιάσουν την Κίνα ως πιο σταθερό και ορθολογιστή εταίρο, σεβόμενο την αμοιβαιότητα, σε αντίθεση με το απρόβλεπτο των ΗΠΑ». Ο Τραμπ δεσμεύθηκε για δασμούς άνω του 60% στις κινεζικές εισαγωγές. Κινέζοι πρώην διπλωμάτες αναγνωρίζουν κατ’ ιδίαν ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν θα αναπληρώσουν αυτή την απώλεια, αλλά ο Σι έχει ποντάρει πολύ στην επέκταση των BRICS και την αποκατάσταση των τριβών με τους γείτονές του στη νοτιοανατολική Ασία, από την Ινδία μέχρι την Ιαπωνία και την Αυστραλία. Οι εξίσου απειλούμενες από τους δασμούς ευρωπαϊκές χώρες προσπάθησαν να επιτύχουν συμβιβαστικό τόνο με τον Σι στον τελευταίο γύρο διμερών συναντήσεων.
Ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς δήλωσε ότι το Βερολίνο θα εργαστεί προς την εξεύρεση λύσης στη διαμάχη Ε.Ε. – Κίνας για τα ηλεκτρικά οχήματα, ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ με αισιοδοξία τόνισε ότι θα συνεργαστεί με το Πεκίνο στο εμπόριο, στην οικονομία και το κλίμα. Τέλος, κατά τον μελετητή διεθνών σχέσεων Σεν Ντίνγκλι, «οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ δεν πρόκειται να εναγκαλισθούν την Κίνα εάν ο Τραμπ στραφεί εναντίον τους, αλλά σαφώς και θα ενισχυόταν η συνεργασία μεταξύ τους».

