Απροσδόκητη και μεγάλη επιβράδυνση εμφάνισε η βρετανική οικονομία την περίοδο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου, βάζοντας πρόωρο «φρένο» στις φιλοδοξίες της υπουργού Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς, η οποία έχει βασικό στόχο να θέσει την οικονομία σε τροχιά σταθερής ανάκαμψης.
Με φόντο τις ανησυχίες για τον νέο προϋπολογισμό των Εργατικών, η βρετανική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό μόλις 0,1% στο τρίμηνο, ενώ τον Σεπτέμβριο συγκεκριμένα εμφάνισε συρρίκνωση, κόντρα στις προβλέψεις των αναλυτών. Σύμφωνα μάλιστα με την εθνική στατιστική υπηρεσία, ο τομέας των υπηρεσιών παρέμεινε στάσιμος σε μηνιαία βάση, ενώ συρρικνώθηκαν οι κλάδοι της μεταποίησης και των κατασκευών.
«Η βελτίωση της οικονομικής ανάπτυξης βρίσκεται στην καρδιά όλων όσα σκοπεύω να επιτύχω, για αυτό και δεν είμαι ευχαριστημένη με αυτά τα νούμερα», τόνισε η Ρέιτσελ Ριβς, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα. «Τώρα θα φέρουμε ανάπτυξη μέσω επενδύσεων και μεταρρύθμισης», πρόσθεσε.
Η ίδια έχει δεσμευθεί για εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας που αφορά τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, την κορωνίδα της βρετανικής οικονομίας, που σύμφωνα με την ίδια έχει καταπνίξει την ανάπτυξη. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι οι επιχειρηματικές επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 1,2% και αυξάνονται εδώ και τέσσερα τρίμηνα, που είναι θετικό σημάδι για την οικονομία.
Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της πολιτικής των Εργατικών περιλαμβάνεται και η αύξηση των φόρων, την οποία πολλές επιχειρήσεις αποδοκιμάζουν έντονα, υποστηρίζοντας ότι θα οδηγήσει σε αύξηση τιμών και απολύσεις. Εξ ου και πολλές μεγάλες επιχειρήσεις στη Βρετανία, όπως η Marks and Spencer και η Sainsbury’s, έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι θα αυξήσουν τις τιμές τους λόγω των αλλαγών.
«Είναι σαφές ότι η οικονομία έχει πιο περιορισμένη δυναμική απ’ ό,τι νομίζαμε προηγουμένως και είναι εντυπωσιακό ότι έχει αναπτυχθεί μόνο σε δύο από τους περασμένους έξι μήνες», σχολίασε η Ρουθ Γκρέγκορι, αναπληρώτρια επικεφαλής οικονομολόγος στη Βρετανία για την Capital Economics. «Αυτό δεν σημαίνει ότι η Βρετανία είναι στο χείλος μιας ακόμα ύφεσης», τόνισε η ίδια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ΟΟΣΑ προέβλεπε επί μήνες ότι η βρετανική οικονομία θα έχει με διαφορά τις χειρότερες επιδόσεις σε σύγκριση με την πορεία των υπόλοιπων οικονομιών του G7. Τον Σεπτέμβριο, όμως, αναβάθμισε σημαντικά τις προβλέψεις του. Ειδικότερα, αναμένει ανάπτυξη 1,1% το 2024 και 1,2% το 2025, ενώ προηγουμένως «έβλεπε» ρυθμό ανάπτυξης 0,4% φέτος και 1% του χρόνου. Η αναθεώρηση προς τα πάνω αποδόθηκε ιδίως στις θετικές επιδόσεις το α΄ εξάμηνο του έτους, που ξεπέρασαν τις προσδοκίες της αγοράς.
Πάντως, η Τράπεζα της Αγγλίας ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ανανεωμένες προβλέψεις, αναμένοντας πια ανάπτυξη 1% το 2024 και ταχύτερη ανάπτυξη το 2025, ως αποτέλεσμα της βραχυπρόθεσμης ώθησης που θα δώσουν τα φιλόδοξα σχέδια δαπανών της Ριβς.
Παρότι μετά την πανδημία οι επιδόσεις της βρετανικής οικονομίας έχουν μειωθεί σημαντικά, φέτος η Γερμανία είναι αυτή που βρίσκεται στην πιο δεινή θέση ανάμεσα στις οικονομίες του G7 εν μέρει λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους που είχε να αντιμετωπίσει μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

