Ισχυρή «ψήφο εμπιστοσύνης» για τις ελληνικές τράπεζες δίνουν οι οίκοι αξιολόγησης με αφορμή την ανακοίνωση των σχεδίων του κλάδου για επιτάχυνση της απόσβεσης των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) και τον μηδενισμό τους ουσιαστικά 7-9 χρόνια νωρίτερα από ό,τι είχε αρχικά προγραμματιστεί. Αυτό, όπως τονίζουν οι Fitch και S&P, ανοίγει τον δρόμο για την πλήρη ομαλοποίηση των κεφαλαιακών τους δομών και στηρίζει τις αξιολογήσεις τους.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η Fitch, οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις από τις ζημίες που υπέστη ο κλάδος κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης που ξεκίνησε το 2009, εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ του κοινού μετοχικού κεφαλαίου Tier 1 (CET1) των τραπεζών, κατά μέσον όρο, σύμφωνα με τα στοιχεία του τρίτου τριμήνου του 2024. Η ταχύτερη απόσβεση θα βελτιώσει την ποιότητα του κεφαλαίου, θα διευκολύνει τις ρυθμιστικές συζητήσεις για τις διανομές κεφαλαίων και θα βελτιώσει την ευελιξία του κεφαλαίου, προς όφελος των πιστωτικών προφίλ των τραπεζών μακροπρόθεσμα, όπως τονίζει.
Οι τράπεζες σχεδιάζουν να επιταχύνουν την απόσβεση των DTCs αφαιρώντας τα εθελοντικά από το εποπτικό κεφάλαιο πριν από το χρονοδιάγραμμα στο οποίο μπορούν να συμψηφίσουν τις φορολογικές υποχρεώσεις. Στοχεύουν να μειώσουν το ποσοστό των DTCs στο CET1 στο 20%-30% έως το τέλος του 2027 και να το μηδενίσουν το 2032-2034, αντί του 2041. «Το υψηλό επίπεδο των DTCs δεν έχει αποτελέσει “βάρος” στις αξιολογήσεις των τραπεζών, αλλά η επιταχυνόμενη απόσβεση θα βελτιώσει την ποιότητα του κεφαλαίου και, αν και θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στους δείκτες εποπτικών κεφαλαίων, η βελτιωμένη διαρθρωτική κερδοφορία των τραπεζών θα το αντισταθμίσει», τονίζει η Fitch. Από την πλευρά της η S&P σημειώνει ότι αν και η πλήρης απόσβεση των DTCs θα διαρκέσει κάποιο διάστημα ακόμη, ωστόσο θεωρεί και αυτή την απόφαση πολύ θετική καθώς αποτελεί περαιτέρω απόδειξη ότι τα χρηματοοικονομικά προφίλ των ελληνικών τραπεζών συνεχίζουν να ενισχύονται και ότι οι τράπεζες σημειώνουν περαιτέρω πρόοδο στην αποκατάσταση της συνολικής φερεγγυότητάς τους. Συγκεκριμένα, τονίζει, η παραγωγή οργανικού κεφαλαίου βελτιώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια και ο οίκος πιστεύει ότι θα παραμείνει υγιής τα επόμενα τρίμηνα, υποστηρίζοντας την ικανότητα των τραπεζών να απορροφούν τα DTCs. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να καταγράφουν ισχυρές λειτουργικές επιδόσεις ακόμη και στα αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου, χάρη στα περιορισμένα beta καταθέσεων και στις προσπάθειες διατήρησης των περιθωρίων κέρδους παρά την πτώση των επιτοκίων. Οι καλές τάσεις στην ποιότητα του ενεργητικού συνέβαλαν επίσης θετικά, με τους δείκτες NPE να κυμαίνονται από 2,9% έως 4,6% και το οργανικό κόστος κινδύνου να τοποθετείται στις 70 μονάδες βάσης ή χαμηλότερα για το 2024.
Ανοίγει ο δρόμος για την πλήρη ομαλοποίηση των κεφαλαιακών τους δομών.
Υπενθυμίζεται ότι η Fitch αξιολογεί τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα με «BB+» (μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική) με θετικές προοπτικές, ενώ η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς βαθμολογούνται με «BB», ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από τις πρώτες, με θετικές προοπτικές επίσης. Η S&P αξιολογεί τις Eurobank και Εθνική με «BB+» με θετικές προοπτικές, την Alpha Bank με «BB+» με σταθερές προοπτικές και την Πειραιώς στο «BB» με θετικές προοπτικές.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες άρχισαν εκ νέου τις πληρωμές μερισμάτων φέτος και σκοπεύουν να διανείμουν το πλεονάζον κεφάλαιο μέσω υψηλότερων πληρωμών μερισμάτων ή επαναγοράς μετοχών τα επόμενα χρόνια, όπως και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι δείκτες CET1 ήταν κατά μέσον όρο περίπου 17% στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2024, πάνω από τους μεσοπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους στις περισσότερες περιπτώσεις. Και οι δύο οίκοι εκτιμούν ότι η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνει ανθεκτική το 2024-2025 και έτσι αναμένουν ότι θα μπορέσουν να κτίσουν πρόσθετα κεφαλαιακά μαξιλάρια παρά τις αυξανόμενες διανομές μερισμάτων.
Παράλληλα, η Fitch εκτιμά ότι η Eurobank, η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς θα απλοποιήσουν τις εταιρικές τους δομές και θα συγχωνεύσουν τις εταιρείες holding και operating (τραπεζικής δραστηριότητας) τώρα που έχουν ολοκληρώσει τις εκκαθαρίσεις της ποιότητας περιουσιακών στοιχείων, εκτιμά ο οίκος. Σημειώνεται πως η Εθνική Τράπεζα δεν είχε προχωρήσει σε μία τέτοια κίνηση.

