Οταν πριν από οκτώ χρόνια εξελέγη για πρώτη φορά ο Τραμπ και εγκαινίασε τον εμπορικό πόλεμο κατά της Κίνας, εκείνη ήταν το εργαστήριο του κόσμου και μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη αγορά προϊόντων και υπηρεσιών. Τώρα που ο Τραμπ ετοιμάζεται να αναλάβει για δεύτερη φορά πρόεδρος των ΗΠΑ, υπόσχεται να εντείνει την επιθετικότητα προς την Κίνα επιβάλλοντας πρόσθετους δασμούς 60% σε όλες τις εισαγωγές από αυτήν. Πιέζει μια χώρα που έχει πληγεί από την ολέθρια κατάρρευση της αγοράς ακινήτων, τις αμέτρητες ζημίες στο τραπεζικό σύστημα, την κρίση χρέους των τοπικών κυβερνήσεων, τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και τις παρατεταμένα χαμηλές τιμές που ενδέχεται να την οδηγήσουν σε μακροχρόνια στασιμότητα. Ολα αυτά καθιστούν την Κίνα ευάλωτη σε κάθε απειλή στις εξαγωγές της και ενισχύουν τη θέση του ώστε να επιτύχει αύξηση των εισαγωγών αμερικανικών προϊόντων στην Κίνα.
«Η ισορροπία δυνάμεων έχει σαφώς αλλάξει υπέρ των ΗΠΑ», σχολιάζει ο Εσουάρ Πρασάντ, καθηγητής Εμπορικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, ο οποίος στο παρελθόν διετέλεσε επικεφαλής του τομέα Κίνας στο ΔΝΤ. Πίσω από αυτή την κοινή διαπίστωση, όμως, υπάρχουν παράγοντες που ενδέχεται να ενισχύσουν την αντοχή της Κίνας σε οτιδήποτε έχει στη φαρέτρα της η νέα κυβέρνηση Τραμπ. Η ηγεσία της χώρας έχει επιστρατεύσει σημαντικούς πόρους για να τονώσει την εγχώρια οικονομία. Ταυτοχρόνως έχει υιοθετήσει στρατηγική προώθησης της βιομηχανίας της, με αποτέλεσμα η Κίνα να είναι σήμερα ο κυριότερος προμηθευτής ηλεκτροκίνητων οχημάτων και γενικότερα τεχνολογιών καθαρής ενέργειας. Ετσι οι κινεζικές εταιρείες κυριαρχούν στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες αγορές παρά τους δασμούς της Ουάσιγκτον. Δηλαδή ενώ ηχεί όλο και εντονότερα ο συναγερμός για την κλιματική αλλαγή, ο κόσμος πρέπει να πάρει εξαρτήματα κινεζικής κατασκευής για να μειώσει τις εκπομπές καυσαερίων. Επιπλέον η Κίνα δεν εξαρτάται πλέον τόσο από την αμερικανική αγορά όσο όταν επέβαλε ο Τραμπ τους πρώτους δασμούς. Οι κινεζικές βιομηχανίες έχουν στραφεί έκτοτε στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.
Και τα τελευταία έξι χρόνια το μερίδιο της Κίνας στις εισαγωγές των ΗΠΑ έχει μειωθεί στο 13% από το 20%, σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών TS Lombard, αν και υπάρχει σημαντικός όγκος κινεζικών προϊόντων που καταλήγουν στις ΗΠΑ μέσω τρίτων χωρών για να αποφύγουν τους δασμούς και δεν εμφανίζονται στα επίσημα στοιχεία για τις εισαγωγές. Και επειδή η Ε.Ε. αύξησε προσφάτως τους δικούς της δασμούς στα κινεζικά ηλεκτροκίνητα οχήματα, η Κίνα επέσπευσε την προσπάθειά της να επεκτείνει τις πωλήσεις της σε άλλες γεωγραφικές ζώνες. Ολα αυτά ίσως προσφέρουν αυτοπεποίθηση στο Πεκίνο και τη σιγουριά ότι μπορεί να αντέξει τους κλιμακούμενους δασμούς και να εκδικηθεί μειώνοντας τις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων. Επίσης η Κίνα μπορεί να επιβάλει αυστηρότερους περιορισμούς στις εξαγωγές μετάλλων στρατηγικής σημασίας. «Η Κίνα έχει περισσότερα όπλα από την πρώτη φορά», επισημαίνει ο Σκοτ Κένεντι, αναλυτής του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών στην Ουάσιγκτον, ο οποίος τονίζει πως το Πεκίνο διαθέτει «μεγάλο εύρος εργαλείων που αν τα χρησιμοποιήσει μπορεί να πλήξει την αμερικανική οικονομία». Ο Τραμπ ενδέχεται να μετριάσει τις απειλές του εκτιμώντας ότι εγκυμονούν κινδύνους για την αμερικανική οικονομία. Αν, πάντως, προχωρήσει στην υλοποίησή τους, θα πληγεί η κινεζική βιομηχανία. Οι εξαγωγές θα μειωθούν κατά 8% μία χρονιά αργότερα και θα μειωθεί η ανάπτυξη της Κίνας κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με τον Λάρι Χου, οικονομολόγο του ομίλου Macquarie. Και αν επιδιώξει να αποκλείσει τις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων που έχουν κατασκευαστεί σε χώρες όπως το Μεξικό, το πλήγμα θα είναι μεγαλύτερο.

