Επανέρχεται στον Λευκό Οίκο και στη ζωή των Αμερικανών σε μια στιγμή που η αμερικανική οικονομία βγαίνει από την παγίδα του πληθωρισμού, χωρίς να τον έχει νικήσει εφόσον οι τιμές καταναλωτή παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, αλλά και χωρίς να έχει γονατίσει από αυτόν. Η οικονομία της υπερδύναμης εξακολουθεί να αναπτύσσεται με υγιείς ρυθμούς, οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να προσλαμβάνουν υπαλλήλους –έστω και λιγότερους σε σύγκριση με την προηγούμενη πυρετώδη περίοδο προσλήψεων– και η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ μειώνει το κόστος δανεισμού εκτιμώντας ότι το επιτρέπουν οι συνθήκες. Και περιορίζει έτσι τον κίνδυνο της ύφεσης, που τα τελευταία χρόνια πολλοί θεώρησαν ότι απειλούσε τη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο χωρίς, πάντως, να επιβεβαιωθούν.
Εχουν μεσολαβήσει πολλά στη διάρκεια της θητείας του Τζο Μπάιντεν και πολλά έχουν αλλάξει, αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ υπόσχεται περαιτέρω ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας με τα ίδια εργαλεία και την ίδια πολιτική που εφάρμοσε στην πρώτη θητεία του: δασμούς, αλλά αυτή τη φορά σε ευρύτερο φάσμα εισαγωγών και υψηλότερους, και φοροαπαλλαγές, αλλά αυτή τη φορά πιο στοχευμένες και –κατά τους επικριτές του– σχεδιασμένες για να ευνοήσουν τους πλουσιοτέρους. Στη διάρκεια της πρώτης θητείας του επέβαλε στις διάφορες εισαγωγές από την Κίνα σειρά δασμών που κυμαίνονταν από 7,5% έως 25%, αλλά τώρα έχει δηλώσει πως σχεδιάζει να τους φτάσει στο 60% σε οτιδήποτε εισάγεται από την Κίνα, αλλά και να επιβάλει οριζόντιους δασμούς 10% ή 20% σε όλες ανεξαιρέτως τις εισαγωγές. Εχει μιλήσει για υψηλότερους δασμούς στα εισαγόμενα αυτοκίνητα και για 100% έως και 200% στα αυτοκίνητα από το Μεξικό και ειδικότερα στα οχήματα όσων αμερικανικών εταιρειών έχουν μεταφέρει την παραγωγή τους στο Μεξικό. Εχει, άλλωστε, υποσχεθεί να διαπραγματευθεί εκ νέου τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου USMCA, που η ίδια η κυβέρνησή του υπέγραψε με το Μεξικό και τον Καναδά.
Σχεδιάζει να διαπραγματευθεί εκ νέου τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου USMCA με το Μεξικό και τον Καναδά.
Σε ό,τι αφορά τις μειώσεις φόρων, στις προτεραιότητές του είναι η ανανέωση των φοροαπαλλαγών που ψήφισε η κυβέρνησή του το 2017 και εκπνέουν μέσα στο 2025, ενώ σχεδιάζει οριζόντια μείωση των φόρων εισοδήματος και κατάργηση των φόρων τόσο στις πολιτειακές όσο και στις τοπικές αρχές και των φόρων μισθολογίου από τους οποίους χρηματοδοτούνται τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης και το Medicare. Πρωτίστως, όμως, σχεδιάζει να μειώσει περαιτέρω τον συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων στο 15%, ενώ στην πρώτη του θητεία τον μείωσε στο 21% από το 35%. Εχει επίσης υποσχεθεί να καταργήσει τους φόρους στα φιλοδωρήματα, που στις ΗΠΑ είναι θεσμοθετημένα, αλλά οι δικαιούχοι αυτών των φιλοδωρημάτων θα λαμβάνουν λιγότερα όταν θα συνταξιοδοτηθούν. Εχει, επίσης, υποσχεθεί πως οι συνταξιούχοι δεν θα φορολογούνται για τις πληρωμές που λαμβάνουν από την κοινωνική ασφάλιση όπως συμβαίνει έως τώρα για περίπου τους μισούς από τους δικαιούχους αυτών των πληρωμών, αλλά κυρίως γι’ αυτούς με τα υψηλότερα εισοδήματα. Σημειωτέον ότι εκτιμάται πως αυτές οι φοροαπαλλαγές συνεπάγονται μείωση κατά 30% των εσόδων από τα οποία χρηματοδοτείται το πρόγραμμα κοινωνικής ασφάλισης.
Δεν έχουν λείψει από τις εξαγγελίες του και ορισμένες ασαφείς υποσχέσεις όπως, για παράδειγμα, ότι θα μειώσει το κόστος του φυσικού αερίου, των τροφίμων και των ειδών πρώτης ανάγκης, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει πώς ακριβώς. Υποστηρίζει ότι θα το επιτύχει αυξάνοντας την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου που, ωστόσο, δεν επηρεάζει τις τιμές των υδρογονανθράκων, καθώς αυτές καθορίζονται από την παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Και τέλος έχει υποσχεθεί να μειώσει τις δαπάνες, αναστέλλοντας το πακέτο Μπάιντεν με τις φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις ύψους 360 δισ. δολ. στις «πράσινες» επενδύσεις εντός ΗΠΑ.
Κίνδυνοι για έλλειμμα, πληθωρισμό
Οι επικριτές της πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ είναι άφθονοι και όχι μόνον από το στρατόπεδο των Δημοκρατικών, αλλά από οικονομολόγους, αναλυτές και παράγοντες της Wall Street. Οι εκτιμήσεις τους είναι επαρκώς δυσοίωνες, καθώς μιλούν για δυναμική επιστροφή του πληθωρισμού και διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος των ΗΠΑ συνεπεία των δασμών και των φοροαπαλλαγών. Οπως επισημαίνουν, στην πρώτη θητεία του ο Τραμπ άφηνε πολλούς ψηφοφόρους με την εντύπωση ότι οι δασμοί επιβαρύνουν τις χώρες που εξάγουν στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, όμως, τους δασμούς τούς πληρώνουν όσες αμερικανικές επιχειρήσεις εισάγουν προϊόντα και όσες αμερικανικές επιχειρήσεις εισάγουν εξαρτήματα ή πρώτες ύλες για την παραγωγή τους. Ως εκ τούτου οι δασμοί εξωθούν ανοδικά τις τιμές στην αμερικανική αγορά και επιταχύνουν τον πληθωρισμό. Οικονομολόγοι της Morgan Stanley επισημαίνουν πως αν υλοποιήσει τις απειλές για δασμούς 60% στα εισαγόμενα από Κίνα και 10% στις υπόλοιπες εισαγωγές, θα αυξηθούν οι τιμές καταναλωτή κατά 0,9%, δίνοντας νέα ανοδική ώθηση στον πληθωρισμό.
Το αντεπιχείρημα σε αυτή την περίπτωση είναι πως οι εισαγωγικές επιχειρήσεις μπορούν να απορροφήσουν μέρος των δασμών, το δολάριο κινείται ανοδικά και η ενίσχυσή του θα εξουδετερώσει το αυξημένο κόστος των εισαγωγών.
Οικονομολόγοι της Morgan Stanley επισημαίνουν πως αν υλοποιηθούν οι απειλές για δασμούς θα αυξηθούν οι τιμές καταναλωτή κατά 0,9%.
Υποστηρίζουν, επίσης, ότι οι δασμοί είναι το διαπραγματευτικό χαρτί του Τραμπ, μια στρατηγική για να πιέσει τις άλλες χώρες να μειώσουν δασμούς ή άλλα εμπόδια στο εμπόριο. Γι’ αυτό και πολλοί αναλυτές εκτιμούν πως τελικά δεν πρόκειται να υλοποιήσει τις απειλές του και θα επιβάλει σαφώς μικρότερους δασμούς.
Ανάμεσά τους οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs, που πιθανολογούν ότι ο Τραμπ θα αυξήσει τους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα αλλά κατά 20% και όχι 60% και δεν θα επιβάλει τους οριζόντιους δασμούς στις υπόλοιπες εισαγωγές. Στην περίπτωση αυτή εκτιμούν πως σε έναν χρόνο ο πληθωρισμός θα βρίσκεται στο 2,3% αντί για το 2% στο οποίο υπολόγιζαν αρχικά πως θα υποχωρούσε. Προβλέπουν, πάντως, πως αυτό δεν θα εμποδίσει μια περαιτέρω μείωση επιτοκίων από τη Fed.
Σε ό,τι αφορά τις φοροαπαλλαγές για επιχειρήσεις, αλλά και για ιδιώτες, η Επιτροπή για έναν Υπεύθυνο Προϋπολογισμό εκτιμά πως θα κοστίσει στο αμερικανικό κράτος 5 τρισ. δολ. σε χρονικό ορίζοντα 10 ετών, ενώ σε ό,τι αφορά τη μείωση του συντελεστή φορολογίας επιχειρήσεων, τις φοροαπαλλαγές στα φιλοδωρήματα και στις πληρωμές της κοινωνικής ασφάλισης, η εν λόγω επιτροπή εκτιμά πως στο ίδιο χρονικό διάστημα θα αυξήσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα της υπερδύναμης κατά 4 τρισ. δολ. Στην ίδια συλλογιστική και ο Τζον Μπάρι, αναλυτής της JPMorgan, που επισημαίνει πως οι προγραμματισμένες εκδόσεις χρέους του αμερικανικού κράτους επαρκούν για να χρηματοδοτήσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2025, αλλά όχι και των επόμενων ετών, καθώς για την κάλυψή του στο χρονικό διάστημα 2026-2029 θα χρειάζονται άλλα 3,3 τρισ. δολ. για να καλύψουν το έλλειμμα, ακόμη κι αν δεν παραταθούν οι φοροαπαλλαγές. Αν παραταθούν, τότε το δημοσιονομικό έλλειμμα θα διευρυνθεί περαιτέρω.
Η Κίνα προετοιμάζεται για εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ
Η επιστροφή του Τραμπ και η προοπτική νέων επιθετικών δασμών στα κινεζικά προϊόντα βρίσκει μια Κίνα σαφώς πιο ευάλωτη από όσο ήταν κατά την πρώτη θητεία του, όταν δέχθηκε για πρώτη φορά ομοβροντία δασμών στις εξαγωγές της. Εχοντας δεχθεί αλλεπάλληλα πλήγματα από την ύφεση της πανδημίας και την κρίση στην αγορά ακινήτων, η σημερινή Κίνα αγωνίζεται να επιτύχει τον στόχο του 5% που είχε θέσει για την ανάπτυξη της οικονομίας της μέσα στο τρέχον έτος, ενώ τότε η οικονομία της «έτρεχε» ακόμη με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 7% και η κινεζική αγορά ακινήτων ανθούσε. Αντανάκλαση των τότε υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας της, το 2018 η Κίνα είχε πληθωρισμό τιμών παραγωγού 4,6%, ενώ τον τελευταίο χρόνο αντιμετωπίζει αποπληθωρισμό, με τις τιμές να υποχωρούν κατά 2,8%. Στον βαθμό που ο Ντόναλντ Τραμπ εννοεί όσα λέει, η επιστροφή του στον Λευκό Οίκο αποτελεί πολύ μεγαλύτερη απειλή για την αποδυναμωμένη Κίνα, που εξάγει στις ΗΠΑ προϊόντα αξίας 400 δισ. δολ. ετησίως. Ενώ στην πρώτη θητεία του ο Τραμπ επέβαλε στα κινεζικά προϊόντα δασμούς από 7,5% έως 25%, τώρα απειλεί με μια λαίλαπα δασμών ύψους 60%. Και η προοπτική ενός νέου εμπορικού πολέμου από την Ουάσιγκτον, πιθανώς συνεπάγεται ότι για να στηριχθεί η κινεζική οικονομία θα χρειαστεί πολύ περισσότερα μέτρα τόνωσης από όσα έχει ήδη λάβει τους τελευταίους μήνες, αλλά ακόμη και από τη δέσμη μέτρων αξίας 1,4 τρισ. δολ. που ανακοίνωσε την Παρασκευή. Ενόψει των αμερικανικών εκλογών έσπευσε να αυξήσει τις εξαγωγές της τον Οκτώβριο, ενώ την Τετάρτη, όταν η νίκη του Τραμπ οδήγησε σε άνοδο του δολαρίου, το Πεκίνο έσπευσε να παρέμβει στην αγορά συναλλάγματος για να στηρίξει το γουάν.
Στηρίζει το γουάν, συνεχίζει τις συνομιλίες με την Ε.Ε., βάζει τέλος σε διαμάχες της με Ινδία και Ιαπωνία.
Εχει, άλλωστε, κινητοποιηθεί πολύ πριν από τις αμερικανικές εκλογές, επιχειρώντας να θωρακιστεί εγκαίρως και έχει σημειώσει βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Αφενός έχει αναπτύξει σημαντικό βαθμό αυτάρκειας στην υψηλή τεχνολογία και αφετέρου έχει αποδυθεί σε μια διπλωματική εκστρατεία προσέγγισης των εμπορικών της εταίρων, καθώς συνεχίζει τις συνομιλίες με την Ε.Ε., αλλά και σε μια επίθεση φιλίας στους μέχρι πρότινος εχθρούς της. Τον Οκτώβριο έδωσε τέλος σε μια εδαφική διαμάχη με την Ινδία και από τον Αύγουστο έχει δώσει τέλος στην αντιπαράθεσή της με την Ιαπωνία σχετικά με τη χρήση νερών μολυσμένων με ραδιενέργεια από τον πυρηνικό αντιδραστήρα της Φουκουσίμα.
Στρεβλώσεις

Εκφράζοντας την ανησυχία του για τις επιπτώσεις της πολιτικής Τραμπ, ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος τόνισε προ ημερών πως «όταν ένα κράτος τόσο σημαντικό όσο οι ΗΠΑ επιβάλλει δασμούς 60% στις άλλες μεγάλες οικονομίες, όπως π.χ. στην Κίνα, σας βεβαιώ ότι τόσο οι άμεσες όσο και οι έμμεσες συνέπειες, όπως και οι στρεβλώσεις, στο εμπόριο θα είναι τεράστιες».
4 τρισ.
δολ. θα προσθέσουν στο δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ οι φοροαπαλλαγές που έχει υποσχεθεί ο Τραμπ.
Εγκώμια

Εγκωμιάζοντας την πολιτική του Τραμπ, ο Σκοτ Πολ, πρόεδρος της Συμμαχίας Αμερικανικών Βιομηχανιών, υποστήριξε πως «η οικονομική ατζέντα του νέου προέδρου των ΗΠΑ δεν στοχεύει μόνον στην ανάπτυξη, αλλά και στην αποκατάσταση των καλών θέσεων εργασίας και των υγιών κοινοτήτων που κάποτε υποστήριξε η μεταποίηση και στην απεξάρτηση από την Κίνα, που είναι γεωπολιτικός εχθρός των ΗΠΑ».
5 τρισ.
δολ. θα κοστίσει η επαναφορά των φοροαπαλλαγών που ψήφισε ο Τραμπ το 2017.
Ο στόχος
Προϊδεάζοντας τους ψηφοφόρους για την πολιτική στην οποία θα επανέλθει ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ρόμπερτ Λαϊτχάιζερ, που υπήρξε εκπρόσωπος εμπορίου στην πρώτη θητεία Τραμπ, επέρριψε στην παγκοσμιοποίηση ότι «προκαλεί διακοπές στην προσφορά, μεταφορά της παραγωγής και καταστροφή», για να καταλήξει ότι «οι Συντηρητικοί προσπαθούν, αντιθέτως, να διασφαλίσουν σε οικογένειες και κοινότητες τις συνθήκες που θα τους επιτρέψουν να ευημερήσουν».

