Το τελευταίο διάστημα είχαμε μια σειρά εισηγήσεων, κυβερνητικών και κομματικών, για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που χρειάζεται η χώρα μας. Αλλωστε και οι ακαδημαϊκές εκτιμήσεις επί του θέματος είναι συχνές. Καθίσταται απολύτως θεμιτό και αναγκαίο να εξαγγέλλονται προτάσεις τέτοιου είδους που δυνάμει θα μπορούσαν να οδηγήσουν την ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά, στοχεύοντας να κατατάξουν τη χώρα μας πολύ πιο ψηλά από τη θέση που κατέχει για δεκαετίες, με κατά κεφαλήν εισόδημα 65% του μέσου όρου της Ε.Ε. Ενας άλλος δείκτης είναι ακόμη πιο αποκαλυπτικός. Βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, την περίοδο 2013-2023 οι καθαρές ροές ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) ήταν 39,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων ο πρωτογενής και ο δευτερογενής τομέας απορρόφησαν μόνο 6,5 δισ. ευρώ, 2% και 14% αντίστοιχα. Το 70% κατευθύνθηκε στον τομέα των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς ακινήτων. Το 2023 οι συνολικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 15,2%, έναντι 22% στην Ε.Ε.
Μια ειδοποιός διαφορά που εξηγεί τη μη προσέλκυση ξένων παραγωγικών επενδύσεων είναι ο πρακτικός αποκλεισμός των τριών βασικών μορφών τους: συγχωνεύσεις και εξαγορές, κοινοπραξίες και ίδρυση θυγατρικών από ξένες μεταποιητικές επιχειρήσεις (greenfield investments). Οι μεγαλύτεροι αποδέκτες ξένων επενδύσεων σε αυτούς τους τομείς είναι: ΗΠΑ, Κίνα, Ολλανδία, Ιρλανδία, Σιγκαπούρη, Γερμανία. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι η Ολλανδία μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2024 προσείλκυσε 22 δισ. δολ. Αυτό, αν μη τι άλλο, καταδεικνύει ότι οι νέες παραγωγικές επενδύσεις συνήθως προστίθενται σε παλαιότερες. Οι επενδυτές και οι επενδύσεις έχουν μνήμη. Συνήθως επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους σε προϋπάρχουσες παραγωγικές δομές ή επενδύουν σε νέους τομείς που παρέχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και αξίας για την παγκόσμια αγορά. Η Ελλάδα εξ ορισμού δεν έχει αυτές τις προοπτικές, με εξαίρεση τον τουριστικό τομέα. Οσον αφορά τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που απασχολούν κατά μέσον όρο δύο με τρεις υπαλλήλους, αυτές αποσκοπούν αποκλειστικά και μόνο στο εμπορικό κέρδος από τη μεταπώληση εισαγόμενων, ως επί το πλείστον, προϊόντων. Δεν διαθέτουν ούτε τη γνώση (knowhow) ούτε την υποδομή για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας και, κατά συνέπεια, δεν αποτελούν πόλους προσέλκυσης παραγωγικών επενδύσεων.
Με αυτά τα δεδομένα θα μπορούσε κάποιος να επιχειρηματολογήσει ότι τα προτεινόμενα παραγωγικά μοντέλα βασίζονται σε αντιφατικές διαπιστώσεις και προτάσεις. Οι κυβερνητικές εξαγγελίες αλλά και οι άλλες προτάσεις, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, έχουν ως κύριο άξονα τις επιδοτήσεις, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, του νομικού πλαισίου και του εργατικού δικαίου, την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και τη βελτίωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Παρά τις όποιες προσπάθειες τις τελευταίες δεκαετίες, έχουμε ομολογουμένως αποτύχει να εκσυγχρονίσουμε το κράτος μας θεσμικά, διοικητικά, δημοσιονομικά, σε υπηρεσίες κοινής ωφελείας και κοινωνικές παροχές. Οι χρόνιες και επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες αυτού του είδους επιβεβαιώνουν τους λόγους για τους οποίους η χώρα μας δεν έχει ενταχθεί στην ομάδα των χωρών που δύνανται να αποτελέσουν εναλλακτική επιλογή για παραγωγικές επενδύσεις, όχι μόνο ξένες, αλλά και εγχώριες. Μια σειρά συγκριτικών δεικτών που αφορούν την Ελλάδα είναι ενδεικτική: α) Οικονομική ελευθερία: 78η παγκοσμίως (Heritage Foundation, 2024). Απόδοση δικαιοσύνης: 5η από το τέλος μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ (2023), ως αποτέλεσμα των καθυστερήσεων ιδιαίτερα στην αποτελεσματική εφαρμογή του αστικού δικαίου. Αγορά εργασίας: 112η θέση παγκοσμίως στην αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας, όπως καταγράφεται στον Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας του 2022. Η δυσκαμψία της αγοράς εργασίας αποτελεί βασικό, άλυτο θέμα. Προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας: 56η παγκοσμίως σύμφωνα με την Εκθεση Οικονομικής Ελευθερίας του ινστιτούτου Fraser, με τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης να είναι το κύριο εμπόδιο. Επιχειρηματική διευκόλυνση: 55η θέση παγκοσμίως ως προς την ευκολία έναρξης μιας επιχείρησης, όπως περιγράφεται από τον ΟΟΣΑ. Χρηματοπιστωτικό σύστημα: 67η θέση παγκοσμίως σύμφωνα με το Heritage Foundation, ενώ αναγνωρίζονται βελτιώσεις την τελευταία πενταετία. Εκπαιδευτικό σύστημα: 43η θέση παγκοσμίως, όπως αναφέρει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Τέλος, σε έναν σύνθετο δείκτη που περιλαμβάνει το ρυθμιστικό περιβάλλον στην τραπεζική πίστη, τα εργασιακά και την επιχειρηματικότητα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 75η θέση παγκοσμίως.
Στους δείκτες αυτούς να προσθέσουμε και άλλες αρνητικές και απόλυτα διαπιστωμένες επιδόσεις, όπως η δαιδαλώδης, αναποτελεσματική και χρονοβόρο γραφειοκρατία, η χρόνια αποσύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της πανεπιστημιακής έρευνας από τον παραγωγικό τομέα, η χαώδης επικάλυψη κρατικών υπηρεσιών σε θέματα δανειοδότησης επιχειρήσεων, λειτουργίας παραγωγικών μονάδων και προστασίας του περιβάλλοντος. Η μάστιγα της φοροδιαφυγής, που εκτείνεται στις πλέον προσοδοφόρες επαγγελματικές κατηγορίες, στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες λιανικού εμπορίου και εστίασης και σε όλα τα οικοδομικά επαγγέλματα, έχει τη δική της αρνητική συνεισφορά με αλυσιδωτές επιπτώσεις, όπως: διατήρηση των έμμεσων φόρων και των φορολογικών συντελεστών σε υψηλά επίπεδα, διαιώνιση ακραίων φορολογικών ανισοτήτων μεταξύ ελεύθερων επαγγελματιών και μισθωτών, δημιουργία συνθηκών αθέμιτου ανταγωνισμού, δυσλειτουργίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος που λειτουργεί με βάση μια εικονική αποτίμηση εισοδημάτων και αξιών. Επιπρόσθετα να αναφέρουμε και την παγιωμένη πολιτική των επιδοτήσεων που χρηματοδοτούν μη ανταγωνιστικές παραγωγικές μονάδες και δομές στον εμπορικό κλάδο, στον πρωτογενή και στον μεταποιητικό τομέα, καλύπτοντας κατ’ εξακολούθηση τη χαμηλή τους ανταγωνιστικότητα.
Οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν διαθέτουν ούτε τη γνώση (knowhow) ούτε την υποδομή για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας.
Η παράβλεψη της πραγματικότητας οδηγεί σε ένα παράδοξο. Ενώ έχουμε αποτύχει στη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, οραματιζόμαστε τη δημιουργία ενός επιτελικού κράτους ικανού να προτείνει και να υλοποιήσει ένα νέο και σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο. Αυτό αντιβαίνει όχι μόνο στους κανόνες του οικονομικού προγραμματισμού, αλλά και στους βασικούς κανόνες της κοινής λογικής.
Η έννοια της ισχυρής ανάπτυξης ενέχει την αντίληψη της «δημιουργικής καταστροφής» του Σουμπέτερ. Αυτή διασφαλίζει την πρόοδο και την ευημερία. Αντίθετα, στην Ελλάδα δύσκολα βελτιώνουμε δομές, υπηρεσίες δημόσιες και ιδιωτικές, νοοτροπίες του επιχειρείν και, τελικά, δύσκολα αλλάζουμε θεσμούς, για να θυμηθούμε την κύρια συνεισφορά του Ατζέμογλου και των συνάδελφων του, στους οποίους απενεμήθη το φετινό Βραβείο Νομπέλ Οικονομικών Επιστημών. Πρόοδος υπάρχει, αλλά όταν οι άλλοι που είναι μπροστά σου τρέχουν, η δική σου επιτάχυνση έχει οριακά αποτελέσματα. Η ανάλυση και οι προτάσεις των τριών βραβευθέντων οικονομολόγων αξίζει να διαβαστούν ώστε να σταματήσουμε να εξωραΐζουμε τη δική μας πραγματικότητα, να προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από την εθνική μας εθελοτυφλία όσον αφορά την παραγωγική μας δυσανεξία, ελπίζοντας, τέλος, να αρχίσουμε να ψηλαφούμε την απάντηση στο διαχρονικό ερώτημα του Χαρίλαου Τρικούπη «τις πταίει;» που η ανάπτυξη δεν μας επιλέγει.
*Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

