Την ανάγκη να υπάρξει μια «επενδυτική άνοιξη» στη χώρα και να τεθούν γερές και υγιείς βάσεις στην οικονομία, καθώς «οι προκλήσεις παραμένουν μεγάλες και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι είναι έντονοι», επισήμαναν από το βήμα του 7ου Athens Investment Forum οι επικεφαλής της Eurobank Φωκίων Καραβίας και της Alpha Bank, Βασίλης Ψάλτης.
«Εχουν γίνει άλματα και η εικόνα της χώρας σήμερα είναι θετική, όπως και οι άμεσες προοπτικές», σημείωσε ο κ. Καραβίας, «αλλά βλέποντας το μέλλον ο κίνδυνος είναι η επανάπαυση», καθώς «απέχουμε πολύ από εκεί που θέλουμε να φθάσουμε και που έχει ανάγκη η χώρα. Εχει σημασία να αναγνωρίσουμε τώρα, που είμαστε στον ανοδικό κύκλο, τις προκλήσεις και να κινηθούμε προληπτικά», προέτρεψε, επισημαίνοντας ως κίνδυνο το γεγονός ότι «η οικονομία μας δεν έχει ξεφύγει από το καταναλωτικό μοντέλο». Η κατανάλωση αποτελεί ακόμη σήμερα την κύρια συνιστώσα του ΑΕΠ με πολύ υψηλό ποσοστό, στο 68,7%, και περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο από το μέσο αντίστοιχο στην Ευρωζώνη. Συγχρόνως, συνέπεια του καταναλωτικού μοντέλου αποτελεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο έφθασε το 6,3% το 2023, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό, και φέτος παρουσιάζει τάση περαιτέρω αύξησης. «Ας μην ξεχνάμε ότι μαζί με το δημοσιονομικό έλλειμμα, που έχει πια θεραπευθεί, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτέλεσε βασική αιτία για τη βαθιά κρίση που βίωσαν η χώρα και η κοινωνία», προειδοποίησε ο κ. Καραβίας.
Η ελληνική οικονομία δεν έχει ακόμη ξεφύγει από το καταναλωτικό μοντέλο.
Από την πλευρά του ο κ. Ψάλτης σημείωσε ότι «η οικονομία και ο τραπεζικός τομέας έχουν κατορθώσει να κινούνται σε θετική τροχιά, παρά την έντονη αστάθεια στο διεθνές περιβάλλον», αλλά όπως ξεκαθάρισε «δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. «Είναι κρίσιμο να στρέψουμε το παραγωγικό μας μοντέλο προς την ενίσχυση των επενδύσεων και της εξωστρέφειας κατά τρόπο που θα αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας και ταυτοχρόνως θα απαντάει στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, η προώθηση της βιωσιμότητας και της πράσινης μετάβασης, και η ψηφιοποίηση», υπογράμμισε ο κ. Ψάλτης.
Κάνοντας αναφορά στις εκθέσεις Λέτα και Ντράγκι που επισημαίνουν το επενδυτικό κενό και το έλλειμμα σε ανταγωνιστικότητα, καινοτομία και νέες τεχνολογίες που υπάρχει στην Ευρώπη σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, ο επικεφαλής της Eurobank σημείωσε ότι «για την Ελλάδα η νέα ευρωπαϊκή συνειδητοποίηση δίνει μια μεγάλη ευκαιρία και ο στόχος πρέπει να είναι η αύξηση του σχηματισμού παγίου κεφαλαίου από το 15% του ΑΕΠ που είναι σήμερα (και 11% το 2019) στο 22%, που είναι ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος, και στο 27% με βάση τη στοχοθεσία της έκθεσης Ντράγκι». Στη χώρα μας, όπως είπε, «εφόσον υιοθετηθεί αυτός ο στόχος, απαιτείται μια σταθερή αύξηση των επενδύσεων παγίων της τάξης του 9% τον χρόνο σε πραγματικούς (αποπληθωρισμένους) όρους και κάθε χρόνο, για μία πλήρη δεκαετία. Δεν είναι εύκολο, δεν είναι αδύνατο, είναι απαραίτητο», υπογράμμισε. Σήμερα, όπως εξήγησε, υπάρχουν η δυναμική και οι προϋποθέσεις για επιτάχυνση των επενδύσεων. Πρώτον, το τραπεζικό σύστημα είναι ξανά ισχυρό, χρηματοδοτεί ήδη όλα τα μεγάλα έργα στη χώρα και έχει τη δυνατότητα να υποστηρίξει ακόμη περισσότερες επενδύσεις. Δεύτερον, οι περισσότερες μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις έχουν υγιείς ισολογισμούς και καλή κερδοφορία, μέρος της οποίας μπορούν και πρέπει να κατευθύνουν σε νέες επενδύσεις, Τρίτον, υπάρχουν το μεγάλο εργαλείο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και άλλοι ευρωπαϊκοί πόροι που φθάνουν τα 97 δισ. ευρώ έως το 2027. Ο κ. Καραβίας εκτίμησε ότι «το ΤΑΑ, είτε με τη σημερινή του μορφή ή με κάποια άλλη, θα έχει συνέχεια, καθώς η Ευρώπη συνειδητοποιεί πόσο πίσω έχει μείνει».
Εστιάζοντας στους χρηματοδοτικούς πόρους ο επικεφαλής της Alpha Bank σχολίασε ότι οι δαπάνες δημοσίων επενδύσεων αναμένεται να ανέλθουν συνολικά στα 64,2 δισ. ευρώ την περίοδο 2025-2028, ενώ ειδικά σε ό,τι αφορά στο ΤΑΑ τη διετία 2025-2026 αναμένεται να υπάρξει εισροή πόρων στην οικονομία ίση με 9,8 δισ. και 11,6 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Μάλιστα, με δεδομένο ότι οι εκταμιεύσεις του δανειακού σκέλους του ΤΑΑ αναμένεται να συνεχιστούν και μετά την προβλεπόμενη για το 2026 ολοκλήρωση των εκταμιεύσεων στο σκέλος των επιχορηγήσεων, προκύπτει ότι «η Ελλάδα διαθέτει εξασφαλισμένη διόδευση πόρων στην οικονομία τουλάχιστον μέχρι το 2028».

