Πρόσφατα παρουσιάστηκε στη Βουλή των Ελλήνων το βιβλίο «Τα οικονομικά της δικτατορίας», που επιμελήθηκε ο καθηγητής Νίκος Χριστοδουλάκης. Η προσπάθεια των εκλεκτών ακαδημαϊκών, που συνεισέφεραν με τις αναλύσεις τους στο πολύπλευρο αυτό βιβλίο, ήταν να αποτιμήσουν την πορεία της οικονομίας στην περίοδο της δικτατορίας. Είναι σαφές ότι οι αριθμοί της περιόδου δεν υποστηρίζουν μια ιδιαίτερα αρνητική εικόνα. Η ανάπτυξη ήταν σημαντική, οι επενδύσεις υψηλές, η ανεργία χαμηλή, η αστικοποίηση της χώρας συνεχίστηκε, αλλά ο πληθωρισμός ανέβηκε, το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων μειώθηκε και διευρύνθηκε το ισοζύγιο πληρωμών. Συνολικά όμως δεν φαίνεται να μπορεί να θεμελιωθεί μια αξιόλογη αρνητική διαφορά ούτε από την προηγούμενη ούτε από τις επόμενες περιόδους. Αλλά από τα κείμενα στο βιβλίο αναδεικνύεται η σημαντικότητα των επιπτώσεων της δικτατορίας στην οικονομία σε βάθος χρόνου.
Η δικτατορία συγκέντρωσε όλη την εξουσία σε έναν μικρό κύκλο μερικώς ασύνδετων φυσικών προσώπων, που τη διαχειρίστηκαν σε μεγάλο βαθμό ιδιοτελώς. Πέρα από τη νέκρωση των δημοκρατικών θεσμών, απέσυρε ή απονεύρωσε όλα τα σημεία ελέγχου της πολιτικής εξουσίας, όπως τη Δικαιοσύνη, τον Τύπο, την Κεντρική Τράπεζα και τα πανεπιστήμια. Απονεύρωσε τη δημόσια διοίκηση, ειδικά στην παραγωγή πολιτικής. Αποδυνάμωσε τις μεγάλες κρατικές εταιρείες, επιβάλλοντας διοικήσεις με μόνο κριτήριο τη φιλικότητα προς το καθεστώς και τις ώθησε σε ιδιοσυγκρασιακές επενδύσεις που ήταν σε διάσταση με τη στρατηγική τους, χωρίς να αποτελούν μέρος μιας καινούργιας. Τέλος, ήλεγξε τις τράπεζες που ήταν ήδη σε μεγάλο βαθμό κρατικές και επέβαλε χαλαρή πιστωτική πολιτική με διττή κατεύθυνση: χρηματοδότηση μεγάλων επενδύσεων από συγκεκριμένους επιχειρηματίες και πιστωτική επέκταση με λαϊκιστική χροιά προς αγρότες, μικροεπιχειρήσεις και τουρισμό. Αυτή η χαλαρή χρηματοδότηση ήταν πιθανότατα η κυριότερη αιτία δημιουργίας προβληματικών επιχειρήσεων, που έπρεπε να διασωθούν έπειτα από 15 ή 20 χρόνια.
Κυρίαρχη επιδίωξη της δικτατορικής ομάδας ήταν η ενίσχυση των σχέσεών της με διακεκριμένους επιχειρηματίες. Ετσι, στο περιβάλλον χαμηλής θεσμικής πειθαρχίας που διαμόρφωσαν, διευκόλυναν μεγάλες επενδύσεις από αυτούς στον τουρισμό, στην ενέργεια και τη βαριά βιομηχανία με επιδοτήσεις, χαμηλότοκα και μακρά δάνεια και εύκολες αδειοδοτήσεις για εγκατάσταση και λειτουργία. Οι μεγάλες αυτές καιροσκοπικές επενδύσεις δεν αποτελούσαν τμήματα μιας συνολικής αναπτυξιακής στρατηγικής και παραμόρφωσαν τον οικονομικό χάρτη και αρκετές από τις υποδομές. Είναι ενδεικτικό ότι οι περισσότερες δεν επιβίωσαν στον χρόνο, προσθέτοντας αργότερα προβλήματα στο κράτος και την οικονομία.
Η δικτατορία γρήγορα διέρρηξε τις σχέσεις της χώρας με τους διεθνείς θεσμούς. Ο δυτικός κόσμος είχε δυσκολίες συνεργασίας με το καθεστώς και αυτές αντανακλάστηκαν και στη μείωση των εμπορικών ροών. Η αποδυνάμωση των σχέσεων με τις δυτικές χώρες σε συνδυασμό με την εκτίμηση που οι δικτάτορες έτρεφαν προς όμοιούς τους, έστρεψαν τις εξωτερικές σχέσεις και το εμπόριο της χώρας προς τη Σοβιετική Ενωση και το μπλοκ της, προς την Αφρική και προς την Κίνα. Η εξοικονόμηση συναλλάγματος, με μεγάλο μέρος barter συναλλαγών κυρίως ανάμεσα σε αγροτικά προϊόντα, μεταλλεύματα και μηχανήματα, ήταν το κύριο όφελος. Χαρακτηριστικό προϊόν αυτής της προσέγγισης ήταν η εμπλοκή της Σοβιετικής Ενωσης στην κατασκευή του εργοστασίου ηλεκτρικής ενέργειας από τύρφη τους Φιλίππους, αλλά και στην προμήθεια εξοπλισμού για το εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη στη Φλώρινα, ο οποίος επεστράφη επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Οι περιορισμοί στην ελεύθερη έκφραση, η εξάλειψη του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών διαδικασιών, η αποδυνάμωση μεγάλων οργανώσεων και η ιδεολογική πίεση που ασκήθηκε στην ακαδημαϊκή κοινότητα οδήγησαν σε έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού με τεχνικές και διοικητικές ικανότητες. Λιγότεροι άνθρωποι με τα απαραίτητα προσόντα ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε δημόσιους μηχανισμούς, κρατικές επιχειρήσεις και τράπεζες ή να ξεκινήσουν επιχειρηματική δραστηριότητα στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Αυτό ουσιωδώς διαμόρφωσε την εξέλιξη της ακαδημαϊκής κοινότητας, της επιχειρηματικότητας αλλά και της δημόσιας διοίκησης, στερώντας από αυτούς τους κρίσιμους χώρους ικανότητες και δημιουργικότητα που αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις οικονομικής ανάπτυξης.
Η δικτατορία συγκέντρωσε όλη την εξουσία σε έναν μικρό κύκλο μερικώς ασύνδετων ατόμων, που τη διαχειρίστηκαν σε μεγάλο βαθμό ιδιοτελώς.
Η καίρια επίπτωση της δικτατορίας στην οικονομία δεν ήταν η χαμηλότερη απόδοσή της στη διάρκεια της επταετίας, αλλά οι μειωμένες δυνατότητές της από κει και πέρα. Η αποδυνάμωση του εξωτερικού εμπορίου, του τραπεζικού συστήματος, των επιχειρήσεων, των πανεπιστημίων και της δημόσιας διοίκησης καθυστέρησαν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας σε ένα γενικά θετικά εξελισσόμενο διεθνές περιβάλλον. Η δημοκρατική λειτουργία σταμάτησε, οι διοικητικοί και εταιρικοί θεσμοί αποδιαρθρώθηκαν και οι αναγκαίες, για την προσαρμογή της οικονομίας, διαρθρωτικές αλλαγές καθυστέρησαν.
Σε συμφωνία με τη θεωρία των Ντάρον Ατζέμογλου και Τζέιμς Ρόμπινσον, οι οποίοι πρόσφατα βραβεύτηκαν με Νομπέλ για τη σημασία των θεσμών στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των χωρών, η συστηματική απαξίωση των θεσμών από τη δικτατορία είχε αποτέλεσμα την υπονόμευση των δυνατοτήτων μακροπρόθεσμης ανάπτυξης της Ελλάδας. Δυστυχώς οι επιπτώσεις στην οικονομία αποδεικνύονται πολύ μεγαλύτερες από όσα οι αριθμοί της εποχής μαρτυρούν. Και επειδή δεν αντιμετωπίστηκαν ουσιαστικά από τις επόμενες κυβερνήσεις, τα ίχνη τους παρέμειναν ευδιάκριτα μέχρι και τώρα.
*Ο κ. Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.

