Οι Βρυξέλλες επιθυμούν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να συσπειρώσουν τις δυνάμεις τους, ώστε να είναι σε θέση να ανταγωνιστούν τους αντιπάλους τους των ΗΠΑ και της Κίνας. Τραπεζικά στελέχη, που δραστηριοποιούνται στις επενδύσεις, θεωρούν ειρωνεία σήμερα η Κομισιόν να ανησυχεί για την απουσία ομίλων στην Ε.Ε. με ειδικό βάρος. Η απερχόμενη επίτροπος Ανταγωνισμού, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, καθώς και οι προκάτοχοί της απέκλεισαν συμφωνίες, που ποικίλλουν από τη συγχώνευση της Alstom με τις σιδηροδρομικές δραστηριότητες της Siemens το 2019 έως και την απόπειρα της Schneider Electric να αγοράσει αντί 6,4 δισ. ευρώ την ανταγωνιστική Legrand το 2001. Οι καιροί έχουν αλλάξει, ωστόσο. Η νέα επίτροπος Ανταγωνισμού, Τερέσα Ριμπέρα, υποσχέθηκε στην πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ότι οι κανόνες βιομηχανικής πολιτικής θα «εξελιχθούν» για να βοηθήσουν τις ευρωπαϊκές εταιρείες να αυξηθούν. Οι Βρυξέλλες πλέον συνειδητοποίησαν ότι ο ιδιωτικός τομέας της Ε.Ε., που συχνά είναι υποβαθμισμένος, δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει ζητήματα εντάσεως κεφαλαίου, ήτοι αμυντικές ανάγκες, στροφή στην πράσινη ανάπτυξη και τεχνητή νοημοσύνη. Σε πρόσφατη έκθεση από τον πρώην πρόεδρο της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, αναφέρεται ότι η ενεργειακή μετάβαση, οι ψηφιακές επενδύσεις και οι απαραίτητες πρόσθετες στρατιωτικές δαπάνες θα απαιτούσαν έως και 800 δισ. ευρώ δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις ετησίως.
Οι σχετικά αδύναμες εταιρείες της Ευρώπης μπορεί να δυσκολεύονται να συγκεντρώσουν τέτοιας κλίμακας πόρους. Εκεί δραστηριοποιούνται μόλις 99 από τις 500 μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες του κόσμου με βάση την κεφαλαιοποίησή τους έναντι των 112 στην Ασία και των 277 στην Αμερική, κατά τα στοιχεία της LSEG.
Η συνολική κεφαλαιοποίηση πέντε μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας των ΗΠΑ –Apple, Nvidia, Microsoft, Alphabet και Amazon– σχεδόν υπερβαίνει την αξία συνολικά του πανευρωπαϊκού δείκτη STOXX Europe 600, ο οποίος περιλαμβάνει επίσης εισηγμένες εταιρείες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η έκθεση Ντράγκι τονίζει την ανάγκη για ενοποίηση κεφαλαίων της Ε.Ε. σε τηλεπικοινωνίες, ημιαγωγούς και άμυνα. Ξεκινήστε με τις τηλεπικοινωνίες. Η ενοποίηση στο εσωτερικό των χωρών δεν θα δημιουργήσει γίγαντες τύπου ΗΠΑ. Μια τέτοια θα ήταν η συγχώνευση Deutsche Telekom-Orange, που θα συγκροτούσε έναν πρωταθλητή ευρυζωνικότητας και κινητής τηλεφωνίας με έσοδα 156 δισ. ευρώ φέτος. Πέρα από το τεράστιο μέγεθος, όμως, είναι δύσκολο να δεις τη βιομηχανική λογική. Η βρετανική Vodafone διαλύθηκε, αφότου δεν έπεισε τους μετόχους για τα πλεονεκτήματα ενός επιχειρηματικού μοντέλου, που καλύπτει πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Οι ημιαγωγοί είναι άλλη περίπτωση. Η ολλανδική εταιρεία κατασκευής εξοπλισμού παραγωγής ημιαγωγών 300 δισ. ευρώ, ASML, είναι η μόνη ευρωπαϊκή στον κλάδο με 12ψήφια κεφαλαιοποίηση. Οι χώρες τείνουν να προστατεύουν με ζήλο τις τοπικές επενδύσεις σε τσιπ, που σημαίνει ότι η εξοικονόμηση κόστους μπορεί να είναι ελάχιστη. Παρόμοιος κίνδυνος παρατηρείται και στην αμυντική βιομηχανία, όπου συνδυασμοί μεταξύ εθνικών παικτών, όπως η γαλλική Thales, η ιταλική Leonardo και η γερμανική Rheinmetall, θα λειτουργούσαν μόνο με πολιτική στήριξη. Αρα, οι διασυνοριακές συμφωνίες σε στρατηγικούς τομείς είναι είτε οικονομικά είτε πολιτικά δύσκολες ή και τα δύο. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι προσπάθειες των Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και Τερέσα Ριμπέρα θα είναι άχρηστες.
Η επιτρεπόμενη συγκέντρωση τοπικών τηλεπικοινωνιακών ομίλων θα ανακουφίσει την πίεση στους επενδυτικούς προϋπολογισμούς των φορέων εκμετάλλευσης, ενισχύοντας ενδεχομένως τις επενδύσεις σε ευρυζωνικές ίνες. Δεδομένου, όμως, ότι σχετικά σπάνια ομονοούν πολιτικοί, διευθύνοντες σύμβουλοι και επενδυτές για μια διασυνοριακή συγχώνευση, η δουλειά που μπορούν μόνες τους να κάνουν οι Φον ντερ Λάιεν και Ριμπέρα είναι αρκετή.

